Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Au lecteur

La sottise, l'erreur, le péché, la lésine,
Occupent nos esprits et travaillent nos corps,
Et nous alimentons nos aimables remords,
Comme les mendiants nourrissent leur vermine.

Nos péchés sont têtus, nos repentirs sont lâches ;
Nous nous faisons payer grassement nos aveux,
Et nous rentrons gaiement dans le chemin bourbeux,
Croyant par de vils pleurs laver toutes nos taches.

Sur l'oreiller du mal c'est Satan Trismégiste
Qui berce longuement notre esprit enchanté,
Et le riche métal de notre volonté
Est tout vaporisé par ce savant chimiste.

C'est le diable qui tient les fils qui nous remuent !
Aux objets répugnants nous trouvons des appas ;
Chaque jour vers l'enfer nous descendons d'un pas,
Sans horreur, à travers des ténèbres qui puent.

Ainsi qu'un débauché pauvre qui baise et mange
Le sein martyrisé d'une antique catin,
Nous volons au passage un plaisir clandestin
Que nous pressons bien fort comme une vieille orange.

Serré, fourmillant, comme un million d'helminthes,
Dans nos cerveaux ribote un peuple de démons,
Et, quand nous respirons, la mort dans nos poumons
Descend, fleuve invisible, avec de sourdes plaintes.

Si le viol, le poison, le poignard, l'incendie,
N'ont pas encor brodé de leurs plaisants dessins
Le canevas banal de nos piteux destins,
C'est que notre âme, hélas ! N'est pas assez hardie.

Mais parmi les chacals, les panthères, les lices,
Les singes, les scorpions, les vautours, les serpents,
Les monstres glapissants, hurlants, grognants, rampants,
Dans la ménagerie infâme de nos vices,

Il en est un plus laid, plus méchant, plus immonde !
Quoiqu'il ne pousse ni grands gestes ni grands cris,
Il ferait volontiers de la terre un débris
Et dans un bâillement avalerait le monde ;

C'est l'ennui ! - l'œil chargé d'un pleur involontaire,
Il rêve d'échafauds en fumant son houka.
Tu le connais, lecteur, ce monstre délicat,
Hypocrite lecteur, - mon semblable, - mon frère !

Charles Baudelaire
Les fleurs du mal

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2007

Ο φάρος...

Εγώ θέλω να κοιμάμαι πλάι σου…
Και να σου κάνω τα ψώνια σου, και να σου κουβαλάω τις σακούλες σου,
Και να σου λέω πόσο πολύ μου αρέσει να είμαι μαζί σου,
Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό,
Και να σου δίνω τα ρούχα μου, και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο,
Και να σου τρίβω το σβέρκο σου,
Και να σου φιλάω τα πόδια σου,
Και να σου κρατάω το χέρι σου,
Και να βγαίνουμε για φαγητό, και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου,
Και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου,
Και να γελάω με την παράνοια σου,
Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς, και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες, και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο,
και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι, και να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν,
Και να πηγαίνουμε για καφέ στο Φλοράντ τα μεσάνυχτα,
Και να σ’ αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα,
Και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο,
Και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ,
Και να μη γελάω με τα αστεία σου,
και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα.
Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου.
Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω, ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ,
Και να τρελαίνομαι όταν αργείς,Και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα,
Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια,
Και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός,
Και νάμαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο,
Και νάμαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς,
Και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου,
Και να παρακαλάω να σ’ ήξερα μια ζωή.
Και ν’ ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου,
Και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου,
Και να τρομάζω όταν θυμώνεις,
Και τόνα σου μάτι να κοκκινίζει και το άλλο γαλάζιο,
Και να σ’ αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία,
Και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς,Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω,
Και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω,
Και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι,
Και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου,
Και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες,
Και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες, και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις,
Και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς,
Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω,
Και ν’ αναρωτιέμαι πως σου πέρασε ποτέ απ’ το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω,
Και ν’ αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι,
Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ’ αγαπούσε,
Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις,
Και να σ’ αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια,
Και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα,
Και να μη σ’ αφήνω να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις,
Και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω,
Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι,
Αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα,
Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νοιώθω άδειος χωρίς εσένα,
Και να θέλω ότι θέλεις,
Και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής,
Και να σου μιλάω για ότι χειρότερο έχω μέσα μου,
Και να προσπαθώ να σου δίνω ότι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο,
Και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω,
Και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς,
Και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν, κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ’ ζωή σου,
Και να ξεχνάω ποιος είμαι,
Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί,
Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο
Τον ακάθεκτο
Τον ακατάλυτο
Τον ακατάσβεστο
Τον μεταρσιωτικό
Τον ψυχαναλυτικό
Τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα,
τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,
ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ

Sara Kane "Crave"

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007


Και τρέχαμε στις αλάνες
Και χτυπούσαμε τα γόνατά μας
Και παίζαμε κυνηγητό
Και παίζαμε ξύλο
Και κάναμε ομάδες
Και μαλώναμε με τους άλλους
Και κουβεντιάζαμε μέχρι να νυχτώσει
Και φοβόμασταν να πάμε σπίτια μας
Και είχαμε απίστευτα προβλήματα
Και δεν είχαμε καθόλου προβλήματα
Και τρέχαμε στην βροχή
Κι αρρωσταίναμε από τη βροχή
Και πηγαίναμε για μπάνιο
Και δεν μας άφηναν έξω μέχρι αργά
Και γελούσαμε πολύ
Και κλαίγαμε εύκολα
Και τραγουδούσαμε πολύ
Και λυπόμασταν πολύ
Κι αγαπιόμασταν τα καλοκαίρια
Και χωρίζαμε τους χειμώνες
Και ξαναγαπιόμασταν τα καλοκαίρια
Και ξαναχωρίζαμε τους χειμώνες
Και γυρνούσαμε γύρω από τον εαυτό μας μέχρι να ζαλιστούμε
ΚΑΙ ΖΟΥΣΑΜΕ, ΖΟΥΣΑΜΕ, ΖΟΥΣΑΜΕ!

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2007

Προτάσεις αφορμές.

Σε χαζεύω για άλλη μια φορά, τα μάτια σου έχουν τη σιωπή τους και φοβάμαι, την τρέμω αυτή τους τη σιωπή, τώρα περισσότερο από ποτέ, απόψε που είναι η τελευταία μας νύχτα.
Οι ώρες κατεβαίνουν ανάβοντας τ' αστέρια κι εγώ δεν θέλω να κοιμηθώ, θέλω να περάσω τη νύχτα αποτυπώνοντας το πρόσωπό σου στο μυαλό μου, στην καρδιά μου. Ξέρω πως ότι κι αν γίνει κρατάω την καρδιά σου, την κρατάω μέσα στην καρδιά μου. Οι ώρες περνούν και διώχνω τον ύπνο, απόψε θέλω να μείνω άγρυπνη δίπλα σου. Η πόλη ξυπνά μ' ένα τραγούδι στα χείλη, σου λέω καλημέρα, στο βλέμμα σου ηχεί η χαρά, ανοίγω το παράθυρο στη μέρα. Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν καθαρός αέρας.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

Φόνος

Βροχή μαύρη, παγωμένη, ξένη,
Ανυπόφορη, βαριά μυρουδιά μούχλας,
Εκλεισαν οι πόρτες,
Σέρνονται τα όνειρα.
Δύσκολο ν’αγαπάς,
Εύκολο να απογοητεύσαι,
Συντριπτική η πτώση,
Ακαριαίος ο θάνατος.


Εσερνε τα βήματα της από δωμάτιο σε δωμάτιο, δεν μπορούσε να το χωνέψει! Δεν ήταν δυνατόν, αυτός ο άνθρωπος, ο άνθρωπός της να έκανε κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί, κάποια άλλη εξήγηση θα υπήρχε!
Τον είχε θαυμάσει από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους. Ενας άνθρωπος που συνδύαζε την καρδιά με το μυαλό, ένας άνθρωπος που πρώτα σκεφτόταν το γενικότερο καλό και μετά τον εαυτό του. Αυτή τουλάχιστον έτσι ένιωθε.
Κάποια στιγμή η σχέση τους έγινε πραγματικότητα, ένιωθε να πετάει σ’ενα ροζ κύμα ευτυχίας. Πόση ηρεμία κι αγάπη ένιωθε, πόση απόλαυση κι ευγνωμοσύνη. Δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι είχαν βρεθεί κι είχαν δέσει μ’εναν τρόπο σπάνιο, είχαν νιώσει ότι βρήκαν αυτό που έψαχναν. Αυτή τουλάχιστον έτσι ένιωθε.
Τα χρόνια περνούσαν με πολλά σκαμπανεβάσματα, είναι δύσκολο να συμβιώνουν δύο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, τα καταφερναν όμως κι έβγαιναν από κάθε εμπόδιο μιας και όσο πέρναγε ο καιρός τόσο περισσότερο ένιωθαν πων ήταν ο ένας για τον άλλο. Αυτή τουλάχιστον έτσι ένιωθε.
Μέχρι τη μέρα που ο άνθρωπός της τράβηξε το μαχαίρι και τη χαράκωσε, μέχρι τη μέρα που με μια του φράση διέγραψε τα τόσα χρόνια κοινής τους ζωής. Ενα ψέμα ήταν γι’αυτόν, μια μονόπλευρη σχέση, μια σχέση χωρίς κατανόηση. Αυτός τουλάχιστον έτσι ένιωθε.
Εσερνε τα βήματα της από δωμάτιο σε δωμάτιο, δεν μπορούσε να το χωνέψει! Δεν ήταν δυνατόν, αυτός ο άνθρωπος, ο άνθρωπός της να έκανε κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί, κάποια άλλη εξήγηση θα υπήρχε!
Τα λόγια του δεν την άφηναν σε ησυχία, ψέμα, έλλειψη κατανόησης, ψέμα...Δεν είχε ξανανιώσει τέτοια προδοσία, τέτοια απογοήτευση...μια αντίδραση...τον σκότωσε!

Τρίτη 28 Αυγούστου 2007

Όμορφος κόσμος...


Σιωπή, αμήλικτος ήχος, επικίνδυνη απειλή.
Σιωπή ματωμένη, σιωπή κομματιασμένη, καρβουνιασμένη,
Ατέλειωτη σιωπή. Λόγια βουβά που πλημμυρίζουν τα μάτια,
Λόγια άχρωμα που δεν φτάνουν στα αφτιά, λόγια μικρά,
Ανύμπορα, λόγια ανείπωτα.
Χέρια γρδαρμένα, δουλεμένα, στάζουν τον πόνο και την οργή.
Πρόσωπα καπνισμένα, μάτια κόκκινα από το κλάμα, από την καπνιά
Μάτια χαμένα, απορημένα, μάτια απαρηγόρητα.
Παιδιά μουτζουρωμένα, κλαμμένα, μόνα,
Παιδιά άστεγα, πεινασμένα, ταλαιπωρημένα,
Παιδιά αγέλαστα, γερασμένα, χωρίς ελπίδα παιδιά.

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007

Καλοκαιρινά ταξίδια


Επιτέλους ησυχία, ένα βιβλίο στο χέρι και με αργά βήματα στην χουχουλιαστή πολυθρόνα, την ειδική για άνετο και απολαυστικό διάβασμα. Μετά από καιρό έχω την πολυτέλεια να χωθώ στην αγαπημένη μου πολυθρόνα για να ακολουθήσω τα χνάρια ενός ήρωα, να γευτώ ότι γεύεται, να αγγίξω ότι αγγίζει. Είναι αυτές οι φορές που δεν έχει σημασία τι γίνεται στον πραγματικό κόσμο, το μυαλό μου μένει στον ήρωα του βιβλίου που διαβάζω ακόμη κι όταν δουλεύω.
Τώρα όμως είναι η απόλυτη απόλαυση, τα τσιγάρα μου δίπλα μου, η κούπα με τον αχνιστό καφέ, το τασάκι…όλα σε απόσταση τεντώματος του χεριού. Τα τηλέφωνα κατεβασμένα! Επιτέλους, ώρα για ταξίδια!
Όλη τη γη έχω γυρίσει έτσι, πότε παρέα μ’έναν καπετάνιο, πότε παρέα με έναν μάγο, πότε στη ράχη ενός άλμπατρος…Τα πιο όμορφα ταξίδια μου τα έχω κάνει μέσα από τα βιβλία, όλων των ειδών τα βιβλία, όλων των περιεχομένων και ιστοριών. Αρκεί ο συγγραφέας να ξέρει να με πιάσει από το χέρι και να με πάρει μαζί του. Αυτός είναι το παν στο βιβλίο, αν δεν ξέρει να σου απλώσει το χέρι, μένεις εκεί, καθισμένος στην χουχουλιαστή πολυθρόνα με μια πικρή γεύση στο στόμα, με τη γεύση ενός ταξιδιού που δεν ξεκίνησε ποτέ.
Και είναι δύσκολη η στιγμή που κλείνεις ένα βιβλίο γιατί δεν ήταν έγκυρο το εισιτήριο, πονάει. Είναι σαν να φτάνεις στην αποβάθρα και να βλέπεις το πλοίο να φεύγει, χωρίς εσένα… Ευτυχώς δεν το έχω χάσει πολλές φορές κι έχω κάνει μαγικά ταξίδια, γεμάτα εικόνες, χρώματα και μουσική.
Μπροστά σ’ένα πλοίο βρίσκομαι και πάλι, έτοιμη να ταξιδέψω, ο σάκος στον ώμο, τα τσιγάρα μου στο χέρι, κάπου στο βάθος ο Γιώργος παίζει μουσική, δεν ξέρω τι είναι, Μότσαρτ ίσως, δεν έχει σημασία, μου αρκεί που μου κουνάει το μαντίλι και φουσκώνει τα πανιά για το ταξίδι μου. Ήρθε η ώρα, ανοίγω την πρώτη σελίδα…φεύγω τώρα, καλό μου ταξίδι.


Τετάρτη 25 Ιουλίου 2007

Correspondances

La Nature est un temple où de vivants piliers
Laissent parfois sortir de confuses paroles ;
L'homme y passe à travers des forêts de symboles
Qui l'observent avec des regards familiers.

Comme de longs échos qui de loin se confondent
Dans une ténébreuse et profonde unité,
Vaste comme la nuit et comme la clarté,
Les parfums, les couleurs et les sons se répondent.

Il est des parfums frais comme des chairs d'enfants,
Doux comme les hautbois, verts comme les prairies,
- Et d'autres, corrompus, riches et triomphants,

Ayant l'expansion des choses infinies,
Comme l'ambre, le musc, le benjoin et l'encens,
Qui chantent les transports de l'esprit et des sens.


Charles BAUDELAIRE (1821-1867) (Recueil : Les fleurs du mal)

Κυριακή 1 Ιουλίου 2007

Θέλω

Εχω ένα κενό και πως να το περιγράψω,
Το μυαλό μου μουδιασμένο,
το κορμί μου επίσης,
Και κανείς, τίποτα, δεν με συγκηνεί.
Καιρό είχα να νιώσω έτσι,
το κενό να με κατακλύζει,
Χρόνια. Σήμερα με επισκέφθηκε και πάλι
ήρθε να με δει,
Κι ας μη μου έλειψε.
Περίεγο να μη νιώθεις τίποτα
κι όμως κάτι να σ’ενοχλεί,
Τίποτα, κι όμως κάτι ταράζει την ψυχή μου.
Κάτι με πονάει, με χτυπάει, σαν ρεύμα,
Αδιαφορία, αδράνεια, ανία.
Δεν τις γνωρίζω, ξένες μου είναι.
Κι όμως ήρθαν σπίτι μου,
ήρθαν να μείνουμε μαζί
Κι ας μη με ρώτησαν.
Δεν τις θέλω!! Να νιώθω θέλω,
Να χάνω το μυαλό μου,
Στα μάτια ενός ανθρώπου να λάμπει ο κόσμος,
Να ανασαίνω την ανάσα του και να ζω,
Να χάνομαι όταν δεν τον βλέπω,
Να πετάω στα σύννεφα στην αφή του,
Να αποπροσανατολίζομαι μακρία του,
Να ζω για το γέλιο του....
Να χάσω κάθε έλεγχο, να ερωτευτώ σαν παιδί,
Να ενθουσιαστώ και να φωνάξω...
Μπορώ να κάνω τα πάντα τώρα,
Ερωτεύτηκα, είμαι δυνατή!

Καλό μας μήνα! :)

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2007

κυνηγάω το χρόνο

Κυνηγάω το χρόνο, το χρόνο που χάνεται,
Το δικό μας. Τις ώρες του «μαζί» που δεν ήρθαν,
Αυτές που περνούν χωρίς εμάς,
τα χρώματα που χάνονται στη δύση,
τα όνειρα που θάβονται στην άμμο,
τα λόγια που έμειναν βουβά, άηχα
τα σ’αγαπώ που έμειναν ανείπωτα.

Κυνηγάω το όνειρο, το όνειρο του γέλιου σου,
Της φωνής σου, της ανάσας σου, της αφής σου.
Αυτό που μας έφερε κοντά, αυτό που μας χώρισε,
Αυτό που με καταδιώκει στον ύπνο μου,
Αυτό που στοιχειώνει τη μέρα μου.
Το όνειρο μου να είμαι μαζί σου,
Την ανάγκη σου να είσαι χώρια μου

Κοροϊδεύω το χρόνο, δεν κάνω τίποτα
Απλά περιμένω. Να ερθεις; Δεν ξέρω, μπορεί.
Να μου περάσει; Ισως...
Κοροϊδεύω τις σκέψεις,
Όλα αρχίζουν σημερα!

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2007

Αναμονή

Κλείνω τα μάτια, ονειρεύομαι,
θάλασσες, ήλιους, αμμουδιές.
Δυο μάτια στα μάτια μου,
δυο χέρια στα χέρια μου,
μια καρδιά στην καρδιά μου.

Κι όμως τίποτα, ένα κενό
το κορμί μου μισό,
η καρδιά κλειδωμένη
μες το κρύο χαμένη.

Κλείνω τα μάτια κι ονειρέυομαι,
μα έχει φύγει η ζεστασιά,
έχει δύσει ο ήλιος, άδειασε η παραλία.
Τα βήματα μου αφήνω στην άμμο
Κι απλά ελπίζω πως θα ρθεί.

Πάλι τίποτα, πάλι χωρίς νόημα,
ανάξιο και πάλι της αγάπης το πόνημα
ένα άδειο κουφάρι το σώμα,
για άλλη μια φορά πέφτω σε κώμα.

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007

Ο ήχος της σιωπής


Πολύτιμη σιωπή,
εκκωφαντική,
σχεδόν τρομακτική
Είναι δική σου,
δική σου,
η σιωπή σου...
Με γοητεύει,
με πονάει,
με αποπροσανατολίζει...
Πολύτιμη σαν σπάνιο λουλούδι,
σαν αυτό που ανθίζει όταν γελάς...
εκκωφαντική σαν ήχος αεροπλάνου στην απογείωση,
γοητευτική σαν ελεύθερη πτώση,
τρομακτική σαν τη μοναξιά.
Η σιωπή σου...

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2007

Μια στιγμή


Μια στιγμή μαζί σου,
Να χαθώ στα μάτια σου,
Να κοιμηθώ στα χάδια σου,
Να πνιγώ στο λακάκι του λαιμού σου.
Μια στιγμή μαζί σου,
Ν’αγγίξω το χέρι σου,
Να μυρίσω τα μαλιά σου,
Να ανασάνω την ανάσα σου.
Μια στιγμή μαζί σου,
Να χορέψω στους ρυθμούς σου,
Να ταξιδέψω στη φωνή σου,
Να τρέξω στα όνειρά σου.
Μια στιγμή μαζί σου...
Αυτή που ψάχνω στα όνειρά μου,
Αυτή που καταδιώκει το τώρα μου,
Αυτή που δεν έχει έρθει ακόμη...

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007

Περνούν οι μέρες...


Περνούν οι μέρες, περνούν,
Η φωνή σου όλο και πιο μακρινή,
Η μορφή σου όλο και πιο απόμακρη,
Περνούν οι μέρες, περνούν,
Στο μυαλό μου γυρνούν οι λίγες κουβέντες,
Οι κουβέντες αυτές που μου φαινεται χτές να τις είχα ακούσει,
Κι ψυχή μου γυρνά να τις ψάξει ξανά.
Περνούν οι μέρες, περνούν,
Μακρία μου πετούν οι στιγμές της αφής σου,
Μακρία μου κι εσύ, χαμένη στη στροφή της ζωής σου.
Περνούν οι μέρες, περνούν,
Κι οι στιγμές μου μετρούν τις στιγμές που ελπίζουν,
Τις στιγμές τις μικρές, τις αγνές, τις άγνωστες ακόμα.
Περνούν οι μέρες, περνούν,
Κι εσύ στη δουλειά κυνηγάς τη ζωή σου,
Σε υπόγεια βαθιά ξαγρυπνάς τη φυγή σου.
Περνούν οι μέρες, περνούν,
Μέχρι να ενωθούν όνειρα που είναι γραμμένα
Είναι τα όνειρα που σε φέρνουν σε μένα...

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2007

QUERER


Να κλαις
έτσι ο πόθος ποθεί
η φωτιά ν’απλωθεί
μυστικό κι ενστικτό μου βαθύ
Να κλαις
που δυο μάτια κοιτάς
και να χάνεται ο χρόνος
μια στιγμή, χρόνια ή μήνες
Αργά
να φιλάς το φιλί
σαν εξαίσια απειλή
να ξεσπάει σαν το κύμα με μιας
Να κλαις
να ζητάς να σωθείς
με φωτιά να ενωθείς
κι απ’το είναι να φτάνει
ο λυγμός
ως τα χείλια
Να κλαις
τι πληγή ν’αγαπάς
λαβωμένος να πας
μες του κόσμου το γλέντι απών
Να κλαις
που νυχτώνει χωρίς
κάποια ελπίδα να βρεις
πόσα πέπλα έχει η νύχτα
Φωτιά
σε φαρέτρα χρυσή
για να μένει μισή
απ’τον έρωτα πάντα η καρδιά
Ποτέ
πάνε χρόνια είχα πει
μα ξανάρθε η αστραπή
κι είπα
βάλε στο ευάλωτο εγώ
δυο ποτήρια
Να κλαις
έτσι ο πόθος ποθεί
η φωτιά ν’απλωθει
μυστικό κι αγγιγμά μου βαθύ
να κλαις...


Δίσκος: Ντάμα Κούπα
Δήμητρα Γαλάνη
Μουσική : Rene Dupere
Στίχοι: Manuel Tadros
Ελληνικοί στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2007

Χαμένη

Παρουσία περίεργη, απουσία παράξενη,
Μέρες στο τηλέφωνο για μια καλημέρα,
Βόλτες στα όνειρα, αγωνίες, απολάυσεις,
Διάθεση παιχνιδιάρικη, ερωτική,
Κι όμως ασαφής, εξωτική,
Αέρινη παρουσία, απουσία,
Ώρες αναμονής για ένα νεύμα,
Για ένα χαμόγελο, για μια ματιά.
Τίποτα, κανείς, τίποτα, δουλειά,
Δικαιολογία; Αλήθεια; Φόβος;
Άγνοια, αγωνία, ερωτιματικό...
Ερωτικό; Φιλικό; Άγνοια!
Βόλτες στο μυαλό, αυτοσυγκέντρωση;
Παρουσία αέναη, αέρινη, εξωτική,
Απουσία αγωνιώδης, ανασφαλής.
Αρωμα καλοκαιριού, πορτοκαλιού,
Αγγιγμα αδιάφορο, τυχαίο;
Απουσία επώδυνη, άγρια μουσική,
Συνεχόμενη, απουσία.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2007

Αναγέννηση

Πάλι βρέχει,
μια βροχή λυτρωτική,
πάλι βρέχει,
ξεπλένει την ψυχή μου,
πάλι βρέχει,
ανθίζουν τα όνειρά μου,
πάλι βρέχει,
διώχνει τις κακές μου σκέψεις,
πάλι βρέχει,
κι εγώ γελάω,
πάλι βρέχει,
κι η γή ξαναγεννιέται,
πάλι βρέχει,
κι ανθίζω απ’την αρχή,
πάλι βρέχει,
κι η μουσική της με μαγεύει,
πάλι βρέχει,
κι η ψυχή μου τρέχει,
πάλι βρέχει,
κι ανοίγω φτερά,
πάλι βρέχει,
και το ραδιόφωνο παίζει,
πάλι βρέχει,
και το νερό χορέυει στο μπαλκόνι μου,
πάλι βρέχει,
κι όλα αρχίζουν...πάλι.

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2007

ΓΙΑ ΜΑΣ

Μόνο για μας,
για τις στιγμές μας,
Μόνο για μας,
Για την αγάπη μας,
Μόνο για μας,
Για τα βράδυα μας,
Μόνο για μας,
Για τα γέλια μας,
Μόνο για μας,
Για τους καυγάδες μας,
Μόνο για μας,
Για τον έρωτά μας.

Μόνο για μένα,
Για το πως σ’αγαπάω,
Μόνο για μένα,
Για το πως λέω το ονομά σου,
Μόνο για μένα,
Για το πως σε κοιτάζω,
Μόνο για μένα,
Για το πως σε φιλάω,
Μόνο για μένα,
Για το πως σ’αγγίζω,
Μόνο για μένα,
Για το πως σε νοιάζομαι,
Μόνο για μένα,
Για το κενό που σου γεμίζω,
Μόνο για μένα,
Για το πως σε χαζεύω όταν κινείσαι.

Μόνο για σένα,
Για τις βόλτες μας,
Μόνο για σένα,
Για τα παιχνίδια μας,
Μόνο για σένα,
Για τα χάδια μας,
Μόνο για σένα,
Για τα βλέμματά μας,
Μόνο για σένα,
Για την αγωνία μας,
Μόνο για σένα,
Γιατί δεν μπορείς χωρίς εμένα
Μόνο για σένα,
Γιατί τίποτα δεν είναι σαν εμάς,
Μόνο για σένα,
Γιατί έχεις βρει Αυτό σ’εμένα.

Μόνο για σένα και για μένα!

Τρίτη 8 Μαΐου 2007

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Ερωτά μου….

Αγαπώ την καλοσύνη σου
Αγαπώ το μυαλό σου,
Αγαπώ την δύναμή σου,
Αγαπώ το δόσιμό σου,
Αγαπώ αυτό που είσαι.

Μαγεύομαι από τις κινήσεις σου,
Μαγεύομαι απ’ την εικόνα σου,
Μαγεύομαι απ΄τη φωνή σου,
Μαγεύομαι από τη γεύση σου,
Μαγεύομαι απ΄το άρωμα σου.

Φοβάμαι κάθε που αποφεύγεις το βλέμμα μου,
Φοβάμαι κάθε που αποφεύγεις το φιλί μου,
Φοβάμαι κάθε που σε νιώθω να φεύγεις,
Φοβάμαι κάθε που καταλαβαίνω πως κάτι σου λείπει,
Φοβάμαι κάθε που δεν μπορώ να στο δώσω.

Χάνομαι κάθε που κοιτώ στα μάτια σου,
Χάνομαι κάθε που μου χαμογελάς,
Χάνομαι κάθε που με παίρνεις αγκαλιά,
Χάνομαι κάθε που σε νιώθω πάνω μου,
Χάνομαι κάθε που μου κρατάς το χέρι.

Σ’ αγαπώ, με μαγεύεις, φοβάμαι, χάνομαι…για πάντα!

Παρασκευή 27 Απριλίου 2007

Ιστορία με 60 λέξεις!!!

Το αεροπλάνο της έφτασε στο Παρίσι. Αυτός την περίμενε.
- Μου έλειψες!
- Να δούμε αν θα το λες και σε 20 χρόνια.
- Πάντα μωρό μου!
- Δεν μπορείς να ξεφύγεις πια, αύριο παντρευόμαστε.
-Δεν το θέλω, μαζί σου και στην κόλαση.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το σπίτι. Της κρατούσε σφιχτά το χέρι. Ενα τριαξονικό έπεσε επάνω τους. Σκοτώθηκαν επί τόπου!

Παρασκευή 20 Απριλίου 2007

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Στη μαμά μου

Μαμά, καιρό τώρα θέλω να στο πω αλλά δεν είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε πραγματικά και κυρίως χωρίς παρεμβολές. Κάθε φορά που πάμε να ξεκινήσουμε μια κουβέντα, κάποιος ή κάποιοι ( με τη σειρά πάντα, ποτέ συγχρόνως για να τελειώνουμε) θα ανοίξει την πόρτα για να πάρει μέρος σ’εκείνη τη μοναδική, δική μας στιγμή.

Δεν ξέρω αν αυτό που θέλω να μοιραστώ μαζί σου το ξέρεις ήδη, δεν ξέρω αν το έχεις φανταστεί ή καταλάβει...ξέρω μόνο ότι θέλω να το ξέρεις, θέλω να είσαι μέρος του και κατά συνέπεια μέρος της ζωής μου. Δεν ξέρω πως θα αντιδράσεις, πως θα το πάρεις, αν θα με καταλάβεις. Δεν ξέρω αν με νοιάζει, ίσως γιατί σε νομίζω τόσο δυνατή και γεμάτη κατανόηση ώστε να αντέξεις τα πάντα.

Σαν κάθε στοργική μαμά, έκανες όνειρα για μένα, ήσουν δίπλα μου σε κάθε μου επιλογή, ήσουν εκεί για να με καθοδηγήσεις και να μου θυμήσεις πως ότι κι αν επιλέξω θα είσαι δίπλα μου.

Τώρα όμως δεν ξέρω αν θα γίνει αυτό, ίσως γιατί μεγαλώνεις και αλλάζει ο τρόπος σκέψης σου, ίσως γιατί μεγαλώνω εγώ και σου προκαλώ αυτή την αλλαγή. Φοβάμαι μην μ’απογοητεύσεις μη δείχνοντας κατανόηση και πέσεις ξαφνικά από το βάθρο που για τόσα και τόσα χρόνια είσαι. Ο κόσμος μου θα κατέρεε αν γινόταν κάτι τέτοιο.

Ισως γι’αυτό δεν το’χω μοιραστεί μαζί σου τόσο καιρό, ίσως γι’αυτό αποφεύγω το βλέμμα σου κάθε που πέφτει η ερώτηση στο τραπέζι της κουβέντας μας. Φοβάμαι όμως μαμά μου. Πως να σου πω ότι το παιδί που μεγάλωσες με κόπο και στερήσεις, αυτό για το οποίο έκανες τα πάντα προκειμένου να έχει τις σπουδές που εσένα σου στέρησαν, τα όνειρα και τη στήριξη, τη φροντίδα και την αγάπη, θα στα τινάξει όλα στον αέρα ;

Δεν αντέχω άλλο, θα στο πω κι ότι βγει.... Θέλω να γίνω clown!!!

Πέμπτη 12 Απριλίου 2007

Baudelaire...

LE REVENANT

COMME l'oeil fauve,
Je reviendrai dans ton alcôve
Et vers toi glisserai sans bruit
Avec les ombres de la nuit;

Et je te donnerai, ma brune,
Des baisers froids comme la lune
Et des caresses de serpent
Autour d'une fosse rampant.

Quand viendra le matin livide,
Tu trouveras ma place vide,
Où jusqu'au soir il fera froid.

Comme d'autres par la tendresse
Sur ta vie et sur ta jeunesse,
Moi, je veux régner par l'effroi.

Μετάφραση...

Ο ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ

Καθώς οι δαίμονες με τ'άγριο μάτι
θα σου ξανάρθω σιγά στο κρεβάτι
και θα γλυστρίσω κοντά σου αχνός
σαν τα φαντάσματα της νυκτός.

Ξανά θα σου δώσω μελαχρινή μου
σαν το φεγγάρι ψυχρό το φιλί μου
και χάδια τέτοια σαν του φιδιού
που σέρνεται πλάι σε τάφο νεκρού.

Και μόλις φέξει η αυγή πελιδνή
τη θέση μου θα βρεις εκεί αδειανή
και κρύα ως που να ρθει πάλι το βράδυ.

Οπως οι άλλοι μ'αγγαλιές και χάδι...
στη νιότη σου και στη ζωή σου εδώ
θα βασιλέψω με τη φρίκη εγώ.


Με αφορμή τα κείμενα της Μαρίας :)

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2007

ΑΓΑΠΗ

Το αιώνιο θέμα....

Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΖΗΤΟΥΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

Ευτυχισμένη η στιγμή που εσύ κι εγώ
καθόμαστε μες στο παλάτι,
δυο μορφές, δυο σώματα,
αλλά μια ψυχή, εσύ κι εγώ.
Τα χρώματα του τεμένους και τα κελαηδήματα των πουλιών
μας προσφέρουν την αθανασία.
Τη στιγμή που θα μπούμε στον κήπο, εσύ κι εγώ,
τ'αστέρια τ' ουρανού θα 'ρθουν από πάνω μας
για να μας φωτίσουν,
θα τους δείξουμε το ίδιο φεγγάρι, εσύ κι εγώ,
εσύ κι εγώ θα χαθούμε μαζί μέσα στην έκσταση,
χαρούμενοι κι αδιάφοροι για τις ανόητες φλυαρίες,
εσύ κι εγώ,
όλα τα πολύχρωμα φτερωτά του ουρανού θα μας ζηλεύουν,
εκέι όπου θα χαιρόμαστε μ'αυτό τιν τρόπο,
εσύ κι εγώ.
Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη στιγμή μας,
όπου, εσύ κι εγώ, καθισμένοι στην ίδια άκρη,
θα είμαστε μαζί ο εραστής και ο αγαπημένος,
εσύ κι εγώ.


Με αφορμή το βιβλίο που μου χάρησε ένας πολύ καλός φίλος.
Το ποίημα είναι του Τζαλαλουντίν Ρουμί, ενός τούρκου ποιητή και στοχαστή που γεννήθηκε κάπου στα 1200μχ.

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2007

Τρίτη 20 Μαρτίου 2007

message personnel

Με αφορμή κάτι που λέγαμε για προσμόνη...

Au bout du téléphone, il y a votre voix
Et il y a des mots que je ne dirai pas
Tous ces mots qui font peur quand ils ne font pas rire
Qui sont dans trop de films, de chansons et de livres
Je voudrais vous les dire
Et je voudrais les vivre
Je ne le ferai pas,
Je veux, je ne peux pas
Je suis seule à crever, et je sais où vous êtes
J'arrive, attendez-moi, nous allons nous connaître
Préparez votre temps, pour vous j'ai tout le mien
Je voudrais arriver, je reste, je me déteste
Je n'arriverai pas,
Je veux, je ne peux pas
Je devrais vous parler,Je devrais arriver
Ou je devrais dormir
J'ai peur que tu sois sourd
J'ai peur que tu sois lâche
J'ai peur d'être indiscrète
Je ne peux pas vous dire que je t'aime peut-être

Mais si tu crois un jour que tu m'aimes
Ne crois pas que tes souvenirs me gênent
Et cours, cours jusqu'à perdre haleine
Viens me retrouver
Si tu crois un jour que tu m'aimes
Et si ce jour-là tu as de la peine
A trouver où tous ces chemins te mènent
Viens me retrouver
Si le dégoût de la vie vient en toi
Si la paresse de la vie
S'installe en toi
Pense à moi
Pense à moi

Mais si tu crois un jour que tu m'aimes
Ne le considère pas comme un problème
Et cours, cours jusqu'à perdre haleine
Viens me retrouver
Si tu crois un jour que tu m'aimes
N'attends pas un jour, pas une semaine
Car tu ne sais pas où la vie t'emmène
Viens me retrouver
Si le dégoût de la vie vient en toi
Si la paresse de la vie
S'installe en toi
Pense à moi
Pense à moi.

Mais si tu...


Φυσικά από την Isabelle Huppert

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2007

ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ

Επέστρεφε
Συχνά και παίρνε με
Αγαπημένη αίσθησις
Επέστρεφε κα παίρνε με
Όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη
Κι επιθυμία παλιά ξαναπερνάει στο αίμα
Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται
Κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν άλλην
Επέστρεφε
Συχνά και παίρνε με τη νύχτα
Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται.


Ποίηση: Κωνσταντίνος Καβάφης

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2007

Ηλιος




Όπως πάντα όλα αρχίζουν και τελειώνουν εκεί...στη ζεστασιά του...

ΤΙ ΜΑΓΕΙΡΕΥΟΥΝ ΠΑΛΙ ΣΗΜΕΡΑ ;

Πείνασα! Τι τρώνε πάλι σήμερα; Πόσες χιλιάδες φορές δεν έχω αναρωτηθεί το ίδιο! Και βαριέμαι σήμερα, άσε που δεν έχω πάει και για ψώνια...μάλλον θα παραγγείλω κάτι πλαστικό, άλλωστε μόνο πλαστικά τρώμε τελευταία, πλαστικά νέα, πλαστική τηλεόραση, πλαστικούς ανθρώπους, πλαστικές σχέσεις, πλαστικό έρωτα....Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις που νιώθω ότι στ’αλήθεια γεύομαι έναν άνθρωπο... μια κατάσταση, που νιώθω ότι μοιράζομαι τη στιγμή, την αίσθηση, το άρωμα...

Η καθημερινότητα τείνει να μας αναισθητοποιεί και προσπαθώ να αντισταθώ. Δεν ξέρω αν τα καταφέρνω, προσπαθώ πάντως. Σταματώ στο δρόμο για να κοιτάξω κάτι που μου αρέσει, χαμογελάω στα μωρά, μιλάω στα αδέσποτα κι εγώ αδέσποτη είμαι άλλωστε. Έχω οικογένεια και μαμά και μπαμπά κι αδερφό και νύφη και ανίψια (3!!!) απλά λείπω τόσα χρόνια που έχω ξεχάσει πως είναι να ζει κανείς μαζί τους. Κι εδώ έχω οικογένεια, τους φίλους μου και τα ζώα μου. Παραμένω παρόλα αυτά ένα γνήσιο αδέσποτο. Γιατί όπως και οι αδέσποτοι φίλοι μου δεν κάθομαι κάπου αν δεν περνάω καλά, δεν κάνω τίποτα με το ζόρι, λατρεύω να λιάζομαι κάτω από τον ήλιο και να τριγυρίζω ελεύθερη.

Ξημέρωσε ένας γκρι ουρανός σήμερα και με παρέσυραν τα σύννεφα μαζί τους, με τράβηξαν μαζί τους, όχι όμως σαν τα σύννεφα της Τσανακλίδου, άλλα γκρι σύννεφα, πληγωμένα, φοβισμένα...τέτοια που δεν θέλω στον ουρανό μου, τον δικό μου τον θέλω καταγάλανο με μπόλικο πορτοκαλί του ηλιοβασιλέματος, με μπόλικο ροζ και κόκκινο...Δε με βοηθάει κι αυτός ο καιρός σήμερα, δε μου δίνει μια ηλιαχτίδα να πιαστώ και ν’ανέβω, δε μου σκάει ένα χαμόγελο για να το κάνω γέλιο, να το γεμίσω χρώματα, να πετάξω μαζί του...

Ξαναμπήκα στο αυτοκίνητο. Θα πάω μια βόλτα στο Σούνιο, εκεί μπορεί να βρω τον ήλιο, έστω μια ματιά του να μου ρίξει κι εγώ θα είμαι και πάλι γελαστή, θα βρω και πάλι τη δύναμη να σηκωθώ και να πω "αντέχω ακόμα μάτια μου" που λέει κι ο Βασίλης, θα γεμίσω αισιοδοξία, αυτός βλέπει τόσα κάθε μέρα και ξαναβγαίνει, άρα μπορώ κι εγώ. Δεν τον βλέπω πουθενά όμως σήμερα, που πήγε και κρύφτηκε, τι τον τρόμαξε και δεν βγήκε; Θα συνεχίσω να ψάχνω! Δεν τα παρατάω έτσι εύκολα! Θα την βρω την ηλιαχτίδα μου και θα πάρω πίσω το χαμόγελό μου.

Τελικά δεν έφτασα Σούνιο, στο δρόμο βρήκα μια γούνινη μπάλα, δεν έχει όνομα για την ώρα, πάντως είναι σκύλος και είναι γελαστός! Δεν χρειάστηκε τελικά να πάω και πολύ μακριά για να βρω μια ηλιαχτίδα, έφτασα μόλις λίγο έξω από τη Γλυφάδα! Επιστρέφουμε στο σπίτι για ένα καλό φαγητό κι ένα ζεστό μπάνιο. Ο μικρός κοιμάται στο κάθισμα του συνοδηγού, φαίνεται ταλαιπωρημένος αλλά κατά τα άλλα δείχνει να είναι μια χαρά. Τα υπόλοιπα θα μας τα πει ο κτηνίατρος το πρωί. Σκέφτομαι να τον ονομάσω Λιάκο, από το ηλιάκος! Ναι, μου αρέσει και είναι και δισύλλαβο όπως πρέπει!

Το αποφάσισα, θα παραγγείλω απ’έξω, άλλωστε έχω πολύ δουλεία, πρέπει να μπανιαρίσω τον Λιάκο και να βάψω τον ουρανό μου!!!

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2007

Τρίτη 13 Μαρτίου 2007


Κάτι σαν τον καιρό σήμερα... συννεφιά....
Κάτι λείπει και δεν ξέρω τι...Τι ψάχνεις πάλι; Τι λείπει? Ενα κενό, εδώ στην καρδιά μου... Είναι άδειο κι όμως το νιώθω να πονάει, με ρουφάει μέσα του, με βάφει γκρι και το συχαίνομαι το γκρι...
Θέλω κάτι να με ξεσηκώσει από την αρχή, να βγώ απο τη λάσπη, να τρέξω στον ήλιο και να τον κοιτάξω κατάματα, όπως έκανα παιδί...

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2007

Τηλεφωνικός θάλαμος!


6978351429, καλεί... λες να απαντήσει κανείς; Η περιέργια σκότωσε τη γάτα αλλά για καλή μου τύχη δεν είμαι γάτα και μπορώ να είμαι όσο περίεργη θέλω! Τώρα θα μου πεις που ακούστηκε να καλείς ένα νούνερο που απλά είδες μπροστά σου σ’έναν τηλεφωνικό θάλαμο! Είμαι περίεργη, πως να το κάνουμε. Αν είχε μια ένδειξη, «μασάζ ο Μάκης» για παράδειγμα, δεν θα έπερνα, αυτό όμως ήταν εκεί μόνο του, χωρίς καμία διευκρίνηση. Ποιος το έγραψε, γιατί, τι αναζητούσε, όλα αυτά τα ερωτήματα έκαναν την περιέργια μου να νικήσει γι’άλλη μια φορά.

Θα το σηκώσει κανείς άραγε; Τι θα σκεφτεί; Ισως να μην το έχει γράψει ο ίδιος εκεί αλλά κάποιος για να του κάνει πλάκα! Κι εγώ έχω μπει στον πειρασμό να γράψω τον αριθμό κάποιας σ’έναν τηλεφωνικό θάλαμο, έτσι για να της κάνω καζούρα, εντάξη και για να την εκδικηθώ λιγάκι. Τελικά επικράτησε η λογική και δεν το έκανα γιατί σκέφτηκα πως θα εκνευριζόταν να της τηλεφωνούσε ο κάθε άσχετος. Βέβαια είχα σκοπό να βάλω και διευκρίνηση, δεν θα το άφηνα έτσι σκέτο όπως αυτό που βρήκα... «πάρε με τώρα, Λίτσα» Νομίζω ότι θα είχε επυτυχία, δεν είναι λίγοι αυτοί που τηλεφωνούν σε τέτοια νούμερα! Δεν μπόρεσα! Βασικά το πρόβλημά μου ήταν ότι δεν θα ήμουν μπροστά για να απολαμβάνω τη σκηνή!

Αλήθεια, γιατί κάποιος να γράφει το τηλέφωνό του σ’έναν τηλεφωνικό θάλαμο ή σε κάποια τουαλέτα; Που αποσκοπεί; Θα μπορούσε να βάλει μια αγγελία «με λένε Λόλα τα κάνω όλα» ή « Γιώργος τεράστιος, πάρε με και δεν θα χάσεις» και να’χει την επυτυχία στο τσεπάκι! Οι γραμμή θα ήταν μονίμως κατηλημένη. Μιλάμε για πολλές κλήσεις! Ποιος είναι ο λόγος μιας τέτοιας ενέργειας ; Γιατί μπαίνει κάποιος στη διαδικασία αυτή; Θα μπορούσε κάποιος χωρίς πολύ σκέψη να πει ότι έχει να κάνει με ανάγκη για περιστασιακό σεξ. Από την άλλη ο αντίλογος θα ήταν ότι ο εκάστωτε ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να παέι σ’ένα μπαρ και να βλέπει και τους υποψήφιους, γιατί να γράψει το τηλεφωνό του εκεί;

Οσο πιο πολύ το σκέφτομαι τόσο καταλύγω ότι έχει να κάνει με ανάγκη για επικοινωνία. Με την ανάγκη να χτυπήσει το ρημάδι το τηλέφωνο και ν’ακουστεί μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής και να μιλήσουμε σ’έναν άνθρωπο άγνωστο, δεν έχει σημασία, να μιλήσουμε μόνο, να νιώσουμε λιγότερο μόνοι, να νιώσουμε ότι υπαρχουμε.
Η φωνή μοιάζει να είναι η μόνη απόδειξη της υπαρξής μας, μιλάμε άρα υπάρχουμε. Κι ένα νούμερο γραμμένο σ’ενα τηλεφωνικό θάλαμο γίνεται το παράθυρο για να βρεθεί η δεύτερη φωνή, αυτή που θα επιβεβαιώση την ύπαρξη της δική μας, αυτή που θα προκάλεσει την αντίδραση : «Καλησπέρα, με λένε Ηρα, είδα το νούμερό σας γραμμένο σ’ένα θάλαμο και σκέφτηκα να σας πάρω», « Καλησπέρα είμαι η Μαρία, χαίρομαι που το κάνατε». Έτσι η μία φωνή επιβεβαιώνει την ύπαρξη της άλλης, έτσι δύο άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν.

Από την άλλη με πληγώνει ότι υπάρχει τόση μοναξιά, τόση ανάγκη για ν’ακούσει κάποιος μια φωνή που να γράφει το τηλέφωνό του όπου να’ ναι. Με πονάει που υπάρχουν άνθρωποι που είναι μόνοι, που δεν έχουν κανέναν για να τους θυμίσει ότι υπάρχουν και κυρίως που έχουν ανάγκη από κάποιον άλλο για να τους το επιβεβαιώσει. Πως γίνεται να μην ξέρεις ότι υπάρχεις; Είναι δυνατόν να περιμένεις από κάποιον άγνωστο, από μια φωνή να σου θυμίσει ότι δεν έχεις πεθάνει και ζεις; Με τρομάζει η ιδέα και μόνο, ίσως αυτός ο φόβος να με κάνει τόσο κοινωνική και τόσο ομιλητική που συχνά να μου ζητούν να σκάσω επιτέλους! Λες να μιλάω για ν’ακούω την φωνή μου και να νιώθω ότι υπάρχω; Ελπίζω πως όχι!!! Είναι τόσα πολλά αυτά που μου το θυμίζουν κάθε μέρα! Ο Κλικ για παράδειγμα, που έρχεται πρωί πρωί κάνοντάς μου χαρές για να τον βγάλω βόλτα! Αν δεν υπήρχα δεν θα ερχόταν και θα γλίτωνα και το περπάτημα πρωϊνιάτικα! Αρα υπάρχω! Ας μη μιλήσουμε για τον ήλιο που μπαίνει κάθε πρωί αδιάκριτα από το παράθυρο!

Μ’αυτά και μ’αυτά έχω αρχίσει σοβαρά να αναρωτιέμαι γιατί για να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξή μας χρειάζεται και κάποιος τρίτος, άνθρωπος ή ζώο! Τώρα θα μου πεις, είμαστε κοινωνικά όντα κι έχουμε ανάγκη από την ανθρώπινη επαφή, αλλά από την άλλη, δεν θα έπρεπε να είμαστε λίγο πιο σίγουροι για τον εαυτό μας, «σκέφτομαι άρα υπάρχω» δεν είχε πει ο Ντεκάρτ; Τι έχει αλλάξει για να μην ξέρουμε αν υπάρχουμε; Μηπώς έχουμε σταματήσει να σκεφτόμαστε; Σίγουρα σκεφτόμαστε διαφορετικά, είμαστε πιο εγωϊστες αλλά πάντα σκεφτόμαστε κάτι, άρα υπάρχουμε! Ισως από την άλλη να παίζει ρόλο και το γεγονός ότι τελευταία υπερισχύει το τι έχω κι οχι το τι είμαι κι όταν δεν έχω νιώθω ότι δεν είμαι! Ισως τελευταία γινόμαστε όλο και λιγότερο άνθρωποι με αποτέλεσμα να ξεχνάμε αν είμαστε και τι.

Δεν το σηκώνει κανεις, μήπως να το κλείσω; «Παρακαλω, ποιος είναι; Μ’ακούτε; Ποιος είναι;» Να που κάποιος απάντησε! Και τι του λέω τώρα;

Γιατί κάποιοι τυχεροί θα το χαρούν από κοντά...

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2007

Αχχ αυτός ο ήλιος...

Sous le ciel de Paris

Sous le ciel de Paris
S'envole une chanson hum hum
Elle est née d'aujourd'hui
Dans le cœur d'un garçon
Sous le ciel de Paris
Marchent des amoureux hum hum
Leur bonheur se construit
Sur un air fait pour eux
Sous le pont de Bercy
Un philosophe assis
Deux musiciens
Quelques badauds
Puis les gens par milliers
Sous le ciel de Paris
Jusqu'au soir vont chanter hum hum
L'hymne d'un peuple épris
De sa vieille cité
Près de Notre Dame
Parfois couve un drame
Oui mais a Paname
Tout peut s'arranger
Quelques rayons
Du ciel d'été
L'accordéon d'un marinier
L'espoir fleurit
Au ciel de Paris
Sous le ciel de Paris
Coule un fleuve joyeux hum hum
Il endort dans la nuit
Les clochards et les gueux
Sous le ciel de Paris
Les oiseaux du Bon Dieu hum hum
Viennent du monde entier
Pour bavarder entre eux
Et le ciel de Paris
A son secret pour lui
Depuis vingt siècles
Il est épris
De notre île Saint Louis
Quand elle lui sourit
Il met son habit bleu hum hum
Quand il pleut sur Paris
C'est qu'il est malheureux
Quand il est trop jaloux
De ses millions d'amants hum hum
Il fait gronder sur nous
Son tonnerre éclatant
Mais le ciel de Paris
N'est pas longtemps cruel hum hum
Pour se faire pardonner
Il offre un arc en ciel

Piaf φυσικά...
άντε και καλή μας μέρα :)

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2007

mon amant de saint jean

Μάλλον είναι ο ήλιος...

- Je ne sais pourquoi j'allais danser
A Saint-Jean au musette,
Mais quand un gars m'a pris un baiser,
J'ai frissonné, j'étais chipée
Comment ne pas perdre la tête,
Serrée par des bras audacieux
Car l'on croit toujours
Aux doux mots d' amour
Quand ils sont dits avec les yeux
Moi qui l'aimais tant,
Je le trouvais le plus beau de Saint -Jean,
Je restais grisée
Sans volonté
Sous ses baisers.


- Sans plus réfléchir, je lui donnais
Le meilleur de mon être
Beau parleur chaque fois qu'il mentait,
Je le savais, mais je l'aimais.
Comment ne pas perdre la tête,
Serrée par des bras audacieux
Car l'on croit toujours
Aux doux mots d'amour
Quand ils sont dits avec les yeux
Moi qui l'aimais tant,
Je le trouvais le plus beau de Saint-Jean,
Je restais grisée
Sans volonté
Sous ses baisers.


- Mais hélas, à Saint-Jean comme ailleurs
Un serment n'est qu'un leurre
J'étais folle de croire au bonheur,
Et de vouloir garder son cœur.
Comment ne pas perdre la tête,
Serrée par des bras audacieux
Car l'on croit toujours
Aux doux mots d'amour
Quand ils sont dits avec les yeux
Moi qui l'aimais tant,
Mon bel amour, mon amant de Saint-Jean,
Il ne m'aime plus
C'est du passé
N'en parlons plus.

Φυσικά από την Piaf...

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2007

Ποιο ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι

Ο Κώστας ήταν ο καλύτερός μου φίλος, μαζί πηγαίναμε στο σχολείο, μαζί γυρνούσαμε, μαζί παίζαμε, μαζί λερωνόμασταν και όλως περιέργως ποτέ δεν μαλώναμε!!! Από τα νήπια μαζί, μέναμε και δίπλα - δίπλα, όλες τις σκανταλιές μαζί τις κάναμε, σκαρφαλώναμε, τσαλαβουτούσαμε, παίζαμε μπάλα, κρυφτο-κυνηγητό, πεταλίδες, πηγαίναμε στο γιατρό για να μας ‘‘ράψει’’, λέγαμε για φαντάσματα...

Όλες μου οι αναμνήσεις από την παιδική ηλικία έχουν και τον Κώστα μέσα και μαζί μ’αυτόν, τον Γρηγόρη, τον Δημήτρη, τον Γιώργο...όλη την παρέα. Με τα κορίτσια δεν πολυ-έπαιζα γιατί, για να λέμε και την αλήθεια, έβρισκα τα παιχνίδια τους βαρετά. Ενώ με τα παιδιά αλωνίζαμε όλο το χωριό, παίζαμε μπάλα, μπάσκετ, ξύλο, όλα μέσα στο παιχνίδι ήταν. Ποτέ δεν βαριόμουν.

Γυρνούσαμε απ’το σχολείο, κάναμε τσάκα τσάκα τα μαθήματά μας και μαζευόμασταν μέχρι αργά το βράδυ, μέχρι που κάποια μαμά έκανε την αρχή να φωνάξει για να μαζευτούμε, μετά, λες και αυτό ήταν το σύνθημα, έβγαιναν και οι υπόλοιπες. Κι έμπαινα με βαριά καρδιά στο σπίτι, το μυαλό μου ακόμη στα παιχνίδια που είχαμε παίξει και σ’αυτά που είχαμε αφήσει στη μέση για να τα συνεχίσουμε την επομένη. Λάσπες και χώματα, τα γόνατα μου ματωμένα τα χέρια μου το ίδιο κι η μαμά μου το ίδιο τροπάριο κάθε φορά: «βρε πουλάκι μου, χάλια έγινες πάλι, πως τα καταφέρνεις κάθε φορά;».

Νομίζω πως όλες οι μαμάδες το ίδιο έλεγαν, και του Κώστα και του Γρηγόρη και του Δημήτρη...μετά από πολύ σκέψη είχαμε καταλήξει ότι κάθε φορά που γεννιόταν ένα παιδί κι έφτανε η ώρα να φύγει με τη μαμά του από το μαιευτήριο, ο γιατρός έδινε στην εκάστοτε μαμά μια κασέτα κι έτσι είχαν όλες την ίδια και την παίζανε ανάλογα με την περίσταση. Άλλη πλευρά για τις σκανταλιές, άλλη για τους κακούς βαθμούς, άλλη για το φαγητό κ.ο.κ. Κι αυτή η κασέτα δεν ήταν μόνο για τα παιδικά μας χρόνια αλλά, όπως κατέληξα τελευταία, για όλη μας τη ζωή.

Εμάς λίγο μας ένοιαζε η εν λόγω κασέτα, εμείς είχαμε το μυαλό μας στο πως να βρεθούμε και να καταστρώσουμε τα σχέδιά μας, να κάνουμε την παρέα της άλλης γειτονιάς να χάσει από τη δική μας, να κερδίσουμε στο ποδόσφαιρο, να παίξουμε όσο πιο πολύ γίνεται. Τα καλοκαίρια ήταν ο παράδεισός μας, ούτε σχολείο, ούτε τίποτε που να χαλάει το παιχνίδι μας, παίζαμε όλα τα παιχνίδια που χρειαζόταν φως από νωρίς και μόλις βράδιαζε αρχίζαμε το κρυφτό. Και μέσα σ’αυτό τον παράδεισο ερχόταν κάθε τόσο μια μαμά για να μας φέρει φέτες με μέλι, φρούτα, κάτι τέλος πάντων γιατί ήμασταν νηστικοί όλη μέρα όπως έλεγε!

Μετά μας έστειλαν αγγλικά και μουσική (κι εκεί με τον Κώστα πήγα!) και είχαμε λιγότερο χρόνο για παιχνίδι, δεν σταματήσαμε να παίζουμε όμως και πάντα περιμέναμε με αγωνία το κλείσιμο των σχολείων για να έχουμε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μας. Η μαμά μου, όπως και η μαμά του Κώστα, όπως και η μαμά του Γρηγόρη γύρισαν και πάλι πλευρά στην κασέτα: «βρε αγάπη μου μεγάλωσες πια, πότε θα σταματήσεις να παίζεις; τα παιδία της ηλικίας σου έχουν αρχίσει να ωριμάζουν κι εσύ ακόμη τη μπάλα και το μπάσκετ σκέφτεσαι!»

Πέρα έβρεχε, εμένα μου άρεσε να παίζω κι αφού με έπαιζαν και οι άλλοι δεν είχα σκοπό να το σταματήσω γιατί τα άλλα παιδιά ωρίμαζαν, άλλωστε ο καθένας ωριμάζει στην ώρα του, τουλάχιστον έτσι μου είχε πει η μαμά, κι εμένα δεν ήταν ακόμη η ώρα μου. Και συνέχισα να παίζω και να απολαμβάνω το δικαίωμα μου αυτό, το πολυτιμότερο, να είμαι παιδί και να παίζω.

Ευτυχώς δηλαδή γιατί τώρα που μεγάλωσα, τώρα που υποτίθεται ότι ωρίμασα ξέρω ότι ένα πράγμα δεν θα άλλαζα από τα παιδικά μου χρόνια, το παιχνίδι! Δεν έχει σημασία ποιο απ’όλα, κανένα, όλα τ’αγαπούσα κι όλα τα απολάμβανα, μου αρκούσε να είμαι με τους φίλους μου και να παίζω, τίποτε άλλο δεν είχε σημασία εκείνες τις ώρες, πόσο μάλλον το ποιο θα ήταν το παιχνίδι. Κάθε παιχνίδι μας είχε την δική του ομορφιά, τη δική του αγωνία, τη δική του στρατηγική, τον δικό του καυγά, τη δική του συμφιλίωση...

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2007

Το ονομά μου ήταν...το δικό σας;

Η πρώτη απόπειρα...στην πρώτη συνάντηση...

"Το όνομά μου ήταν… το δικό σας ; "

Το όνομά μου ήταν Μαρία, ένα ξανθό, κοκαλιάρικο παιδάκι με φακίδες και στραβά πόδια. Ήμουν δεν ήμουν 12. Όλη μου η ζωή γύρω απ’το σχολείο και τα παιχνίδια με τους φίλους στις αλάνες.
Μέχρι τη μέρα που φύγαμε για την πόλη! Όλα άλλαξαν τότε…και το σχολείο και οι δάσκαλοι και οι φίλοι. Με στείλανε εσωτερική στις καλόγριες. Έπρεπε να μάθω να είμαι καθωσπρέπει, έπρεπε να σταματήσω να κάνω παρέα με αγόρια, έπρεπε να ετοιμαστώ για να γίνω, όπως έλεγε η μητέρα μου, μια σωστή κυρία.
Η πρώτη μέρα στο σχολείο ήταν φρικτή, ποτέ ξανά δεν έχω νιώσει τόσο μόνη, τόσο μικρή. Και τα πράγματα χειροτέρεψαν την τρίτη ώρα. Είχαμε μάθημα καλής συμπεριφοράς, έπρεπε να μάθουμε να μιλάμε και να φερόμαστε σωστά, έπρεπε να μάθουμε τον πληθυντικό ευγενείας τον οποίο έπρεπε να χρησιμοποιούμε με όλους, ακόμη και με τους συμμαθητές μας. Κι έτσι ξεκινήσαμε να συστηνόμαστε ο ένας στον άλλο… “το όνομά μου είναι Μαρία…το δικό σας;

Ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά ξαναβλέπεις τη σκηνή.

Το κείμενο της περασμένης Τετάρτης που γράφτηκε στο πόδι :)

“ Ξαπλωμένος στο σκοτάδι με τα μάτια κλειστά εσύ βλέπεις τη σκηνή”

Έχουν περάσει ώρες, ίσως και μέρες από τότε που τη σκότωσε για πρώτη φορά. Ξαπλωμένος, με τα μάτια κλειστά ξαναβλέπει τη σκηνή. Τη Μαρία να παλεύει στα χέρια του, το πρόσωπό της να αλλάζει χρώμα και να ντύνεται τη μάσκα του θανάτου, τον ίδιο να την πλένει και να την ξαπλώνει στο κρεβάτι…και μετά το αγαπημένο του σημείο…Την άτυχη γειτόνισσα που ανακάλυψε το πτώμα, το πρόσωπό της αλλοιωμένο από τα ουρλιαχτά , τους κακόμοιρους αστυνομικούς που μάταια προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έγινε και γιατί και να συγκεντρώσουν στοιχεία, τα κανάλια να εικάζουν για το δολοφόνο, κι αυτόν κρυμμένο κάπου εκεί ανάμεσα να απολαμβάνει το μεγαλείο της πράξης του, καθισμένο στον καναπέ να ξαναβλέπει μέσα από το κουτί της τηλεόρασης, ξανά και ξανά, τον ρεπόρτερ να προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση και να μαντέψει το δράστη…ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα μάτια κλειστά της χαμογελάει γι’ άλλη μια φορά…την ξανασκοτώνει.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2007

"Τι ήθελα να γίνω όταν θα μεγάλωνα"

Τι ήθελα να γίνω όταν θα μεγάλωνα...

Μια ερώτηση που ακόμη με κυνηγάει και στην οποία ακόμη δεν έχω δώσει απάντηση!! Από μικρό παιδί οι μεγάλοι με ρωτούσαν κι εγώ κοίταζα σαν χάνος!! Ξέρεις τώρα, ανοιχτό στόμα, γουρλωμένα μάτια και τέτοια!!! Έλα ντε!!! Τι ήθελα να γίνω; Τι έγινα;

Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί οι μεγάλοι κάνουν αυτή την ερώτηση, περιμένουν απάντηση; Έχουν κάποια ήδη στο μυαλό τους; Εγώ πάντως ποτέ δεν την απάντησα, άλλωστε δεν είχα και τι να απαντήσω, αφού δεν ήξερα, τι να τους έλεγα;

Τα βράδια που καθόμουν μόνη στο δωμάτιό μου, ερχόταν μπροστά μου το πρόσωπο κάποιας χοντρής κυρίας να με βασανίσει και πάλι με την ίδια ερώτηση! «Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις μικρή μου; ». Κι εγώ ήθελα να της δώσω μια σφαλιάρα και να της φωνάξω ότι δεν ξέρω!!! Δεν ξέρω κυρά μου, γιατί με τυραννάς; Νομίζεις ότι εγώ δεν αναρωτιέμαι, δεν αγωνιώ; Τρέμω που όλα τα παιδιά της ηλικίας μου έχουν κάτι να πουν ενώ εγώ τίποτα!

Με την αγωνία αυτής της ερώτησης έφτασα στα 30 κι ακόμα τίποτα! Ζηλεύω όταν ακούω κάποιους να λένε « από πολύ νωρίς είχα αποφασίσει ότι θα γίνω αυτό»! Εγώ 30 κι ακόμη να το βρω! Είναι που δεν έχω κάποιο ξεχωριστό ταλέντο; Είναι που μ’αρέσει να κάνω πολλά πράγματα; Δεν έχω καταλάβει.. κι ακόμα ψάχνω... Η ελπίδα βέβαια πεθαίνει τελευταία αλλά τι να σου πω, δεν ξέρω, άλλωστε εμένα με λένε Μαρία!

Κι έτσι αλλάζω δουλειές που άλλοτε μ’αρέσουν κι άλλοτε όχι, κάνω πράγματα που μου κινούν το ενδιαφέρον, διαβάζω, γράφω, τρέχω, ψάχνω...Αυτή η αναζήτηση, όσο γοητευτική κι αν την έχει παρουσιάσει ο ποιητής, εμένα έχει αρχίσει να μου δίνει στα νεύρα!! Πότε θα βρω αυτό το κάτι που θέλω να γίνω; Κι αν το βρω θα προλάβω να το γίνω τελικά; Μεγάλη αγωνία σου λέω, κι ο χρόνος περνάει και το τι θα γίνω όταν μεγαλώσω δεν έρχεται κι εγώ μεγαλώνω! Πόσο μεγάλη πια θα πρέπει να γίνω για να το βρω? Ας μου δώσει κάποιος ένα όριο ηλικίας για το «μεγάλος» για να ηρεμίσω η γυναίκα και να κάνω υπομονή. Τα 30 είναι μεγάλος; Μήπως δεν είναι αρκετά μεγάλος κι έχω ακόμη χρόνο; Ποιος θα μου πει επιτέλους;

Κάθε φορά που βρίσκομαι κοντά σε παιδάκια και τους κάνουν αυτή την ίδια ερώτηση μου’ έρχεται να κάνω φονικό!! Τι το ρωτάς το παιδάκι καλή μου κυρία, γιατί το αγχώνεις από τόσο νωρίς; Άφησε το να χαρεί τα παιδικά του χρόνια. Όταν έρθει εκείνη η μεγάλη ώρα θα το αποφασίσει! Άσε που αν το αποφασίσει από τώρα και δεν τα καταφέρει θα νιώθει αποτυχημένο για μια ζωή. Καλύτερα να μην ξέρει λοιπόν και να το βρει στην πορεία.

Τελικά μάλλον είμαι τυχερή που δεν ήξερα τι ήθελα να γίνω όταν θα μεγάλωνα, ίσως είναι καλύτερα έτσι, έχω περισσότερες επιλογές! Χα ! Τουλάχιστον δεν νιώθω αποτυχημένη, άσε που ελπίζω ακόμα ότι κάποια μέρα θα το βρω! Μάλλον δεν έχω μεγαλώσει ακόμα!
ΦΟΝΟΣ?


Κάποιες στιγμές η κατάσταση ξεφεύγει από τα χέρια μας, κάποιες στιγμές ξεπερνούμε τα όριά μας, κάτι συμβαίνει και παύουν να υπάρχουν όρια και είναι εκείνες οι στιγμές που το ζώο ξυπνάει μέσα μας, που γυρνάμε πίσω στην αρχή, σ’εκείνη την αέναη σχέση κυνηγού και θύματος, σ’εκείνη τη στιγμή που η γεύση του ζεστού αίματος στο στόμα μας ήταν η μεγαλύτερη των ηδονών…

Κάπως έτσι ένιωσε κι ο Γιώργος εκείνη τη στιγμή, η θέα του νεκρού σώματος της Μαρίας δεν τον τάραζε, δεν τον απωθούσε…το απολάμβανε! Πώς να ήταν η γεύση της? Άπλωσε το χέρι του και σκούπισε λίγο αίμα από το πρόσωπό της, έφερε το χέρι του στο στόμα του και το έγλυψε…μμμμ ιδιαίτερη γεύση, περίεργη αλλά καθόλου άσχημη, γλυκιά…

Δεν ξέρει πόση ώρα είχε περάσει από τη στιγμή που εκείνη έπαψε να παλεύει μέσα στα χέρια του, πόση ώρα του είχε πάρει για να την πλύνει, για να ισιώσει τα μαλλιά της, να της καθαρίσει το πρόσωπο, να τη μακιγιάρει, να τη ντύσει, να της φορέσει τις γόβες…Κάθισε πλάι της και της χαμογέλασε, είχε την τιμή να είναι η πρώτη, η μέγιστη ηδονή, η ασύγκριτη… ήδη σκεφτόταν τις επόμενες…η γεύση του αίματος ανέβασε την αδρεναλίνη του στα ύψη!!! Ήθελε κι άλλο…

Για την ώρα προτίμησε να την κοιτάζει, να απολαύσει τη στιγμή, να αποτυπώσει την εικόνα της στο μυαλό του για να μπορεί να την κάνει και πάλι δική του κάθε φορά που η ανάγκη τρύπωνε στο κεφάλι του. Ήξερε πια ότι ήταν κυνηγός, ήξερε ότι η ανάγκη του για αίμα θα μεγάλωνε μέρα με τη μέρα και ήξερε συγχρόνως ότι το κυνηγετικό του ένστικτο περιοριζόταν από τους κανόνες της κοινωνίας. Αυτής που έκανε τον άνθρωπο ξένο προς τη φύση του, ξένο προς τον κυνηγό.