Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Αντίο













Κι όμως φτάσαμε εδώ.
Στο τέλος του γκρεμού.
Μπροστά μόνο κενό και κρύο.
Πίσω το τίποτα.
Τόση απογοήτευση.
Όλα άδικα, άσκοπα.
Η Λύση πουθενά.
Η απόγνωση παντού.
Στα όνειρα, στα χαμόγελα, στο βλέμμα...
μόνο απόγνωση κι αγωνία.
Τίποτα.
Τα χέρια δεμένα,
το κεφάλι πάει να σπάσει.
Η Λύση πουθενά.
Η ανάσα κομμένη.
Πνίγομαι.
Δεν υπάρχει αέρας.
Πνίγομαι.
Απόγνωση.
Τόσο μόνη.
Τόσο κρύο.
Η Λύση πουθενά.
Κουράστηκα πια.
Θέλω μόνο να φύγω.
Μόνο να κλείσω τα μάτια
κι ας μην τα ανοίξω ξανά.
Κουράστηκα.
Αντίο.

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008










Έλιωσε ο χρόνος τη Δευτέρα

Χύθηκα σ'ένα χείμαρρο

Να αναρωτιέμαι τι έγινε.

Να βρίζω εσένα, να βρίζω εμένα,

Να βρίζω.

Ήθελα να ζήσω.

Έφυγε ο θυμός, γαλήνεψα.

Δεν βρίζω πια,

Ούτε εσένα, ούτε εμένα.

Ξανάρχισε ο χρόνος.

Μεγάλωσε η πόλη,

Μικρύναμε εμείς,

Οι ψυχές δεν γεμίζουν.

Άδεια κοχύλια περιφέρονται.

Στα όνειρα σε βρίσκω,

Στον νεκρό χρόνο,

Τον άδειο, στο τίποτα.

Επέστρεφε

Συχνά και παίρνε με τη νύχτα

Όταν τα χείλη και το σώμα ενθυμούνται.

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

Η ιστορία των δακρύων













Το πρόσωπό της είχε παγώσει, χλωμό, γκρι...στα μάτια της είχε μείνει η εικόνα του θανάτου, του τρόμου. Λίγο πριν το αίμα κυλούσε στις φλέβες της, λίγο πριν την είχε στην αγκαλιά του, τη φιλούσε, τη χάιδευε κι εκείνη του χαμογελούσε. Ήταν ζεστή, ζωντανή. Μύριζε γιασεμί και φρεσκοπλυμένο ρούχο. Ούτε που κατάλαβε πως έφτασε εδώ, πως άρπαξε το μαχαίρι. Ούτε που θυμάται γιατί. Ξέρει μόνο πως αυτή δεν υπάρχει πια. Πως το χαμόγελό της πάγωσε.

Τα χέρια του ήταν ακόμη γεμάτα από το αίμα της, το φόρεμά της λερωμένο, τσαλακωμένο. Τη σήκωσε στα χέρια του και την πήγε στο μπάνιο. Την καθάρισε από τα αίματα, της έπλυνε το πρόσωπο, αλλά δεν κατάφερε να διώξει το θάνατο από τα μάτια της. Της τα έκλεισε. Πλύθηκε κι αυτός, έδιωξε από πάνω του το βάρος της, τα "θέλω" της, την αυταρχικότητά της.

Την πήγε στο δωμάτιο και την έντυσε με ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα στο στέρνο. Της χτένισε τα μαλλιά και της φόρεσε το αγαπημένο της καπέλο. Την άφησε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και πήγε στον κήπο. Έφτιαξε ένα πολύχρωμο μπουκέτο με τα αγαπημένα της λουλούδια και το έβαλε δίπλα της.

Φόρεσε το τζάκετ του, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου κι ετοιμάστηκε να βγει από το σπίτι. Φτάνοντας στην πόρτα άναψε ένα τσιγάρο και πέταξε το σπίρτο στον πάκο με τις εφημερίδες. Μπήκε στο αυτοκίνητο κι έβαλε μπροστά τη μηχανή. Καθώς απομακρυνόταν διέκρινε στον καθρέφτη τον καπνό που έβγαινε από το σπίτι.

Κάτι κύλισε στο μάγουλό του. Πρώτη φορά! Ένιωθε! Ένιωθε επιτέλους ελεύθερος! Τα δεσμά του είχαν σπάσει. Ένα δάκρυ, το πρώτο, έδωσε το σύνθημα. Ήταν ζωντανός! Τα δάκρυα κυλούσαν πια ανεξέλεγκτα. Τώρα πια μπορούσε να ζήσει ελεύθερος και να νιώσει όλα τα συναισθήματα που εκείνη του στέρησε. Ένα χαμόγελο ήρθε να μπλεχτεί με τα δάκρυά του. Την είχε πετάξει από πάνω του. την είχε σκοτώσει...τη μάνα του!

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008

Το φιλί











Πάγος το φιλί,

Πάγος σαν θάνατος.

Στα χέρια σου,

το κορμί ζητούσε,

Η ψυχή άδειαζε.

Νύχτα έξω.

Φως με τύφλωνε.

Μια στάλα αίμα.

Στα χείλη σου.

Το αίμα μου,

Δικό σου!

Το σώμα μου,

Δικό σου!

Εγώ...

Δική σου!

Βαμπιρ










Πόνεσα!

Πνίγηκε η φωνή,

Στο αίμα μου.

Βυθίστηκε η ψυχή.

Βάδιζα χαμένος.

Εικόνα σου στην αγκαλιά.

Σκοτάδι θυμού σ'έκρυβε.

Φώτησε πια!

Αναστήθηκα!

Εσύ πουθενά!

Εικόνα σου στα μάτια μου.

Ακόμη!...

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

Μια ιστορία από το καλοκαίρι

Μια πρόσκληση, μια τυχαία αφορμή.

Ενα ποτό και μουσική.

Ενα χαμόγελο και μια αγκαλιά.

Ενα σχεδόν τυχαίο άγγιγμα.

Ενα πρώτο φιλί.

Μια καλημέρα Σάββατο πρωί.

Ενα ξημέρωμα στο Σούνιο.

Η αρχή ενός ταξιδιού.

ΔΥΟ!

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008

Μνήμη, η επιλεκτική!

Πόσο εύκολο είναι καμιά φορά να θυμόμαστε ότι μας βολεύει. Πόσο εύκολα ρίχνουμε την ευθύνη στον άλλο και ξεχνάμε τις δικές μας. Είναι πιο εύκολο όταν φταίει ο άλλος. Πονάει λιγότερο!

Όταν έχεις ζήσει για χρόνια με έναν άνθρωπο και τον διαγράφεις για κάποιο λάθος δείχνει πόσο όλα όσα έχεις ζήσει μαζί του ήταν ανούσια και άδεια. Και μετά εύλογα τίθεται το ερώτημα: Γιατί έμεινες τόσα χρόνια; Γιατί γύριζες σε εκείνον; Γιατί τον αποζητούσες τόσα χρόνια; Τι σου πρόσφερε; Από τη στιγμή που ένα λάθος ήταν αρκετό για να τον διαγράψεις από τη ζωή σου και να τον μισήσεις τελικά.

Απορίες καταδικασμένες να αιωρούνται. Η μνήμη λειτουργεί αμυντικά και μας προστατεύει από τα σκοτεινά σημεία και τα λάθη μας. Στα λάθη των άλλων έχουμε καλύτερο οπτικό πεδίο. Τα βλέπουμε, τα κρίνουμε, τα κατακρίνουμε. Τα δικά μας κρύβονται στη γωνιά, κοιμούνται και δεν έχουμε κανέναν λόγο να τα ξυπνήσουμε, μπορεί και να πονέσουμε αν το κάνουμε.

Ίσως και να είναι καλύτερα έτσι. Ίσως όταν οι άνθρωποι είναι μακριά να μη μας θυμίζουν τα λάθη μας και τις ενοχές μας. Κι έτσι πορευόμαστε εν ειρήνη φαινομενική. Και η ζωή συνεχίζεται κι εμείς προχωράμε με χαμόγελο μπροστά, ελπίζοντας η μνήμη μας να μην μας κάνει παιχνίδια και μας φέρει αντιμέτωπους με τον εαυτό μας.

Ο μεγάλος αδερφός που έχουμε στο κεφάλι μας είναι τρομακτικός, βλέπει τα πάντα, τα ακούει όλα και κυρίως τα θυμάται όλα! Και πώς να τον χειριστείς; Απλά βάζεις μια πετσέτα και κρύβεις την κάμερα. Όσα λιγότερα δει τόσο το καλύτερο. Κι όταν δεν υπάρχει πετσέτα, απλά αποφεύγεις την κάμερα, τα μάτια που σε κοιτάζουν και ρωτούν κι απορούν, τον καθρέφτη, εσένα.

Μνήμη η επιλεκτική λοιπόν, όχι από μόνη της γιατί αλλιώς είναι προγραμματισμένη, αλλά από εμάς τους ίδιους, κρύβουμε εικόνες και συναισθήματα και κρυβόμαστε από τον εαυτό μας και τους άλλους. Η επαφή πονάει!

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008

Πάκι μου...


Έρχονται καμιά φορά τα όνειρα και με ταράζουν, μου θυμίζουν όσα ξεχνώ, όσα προσπαθώ να πετάξω για να νιώσω καλύτερα. Τέτοια όνειρα έρχονται στον ύπνο μου τελευταία, όνειρα που δημιουργούν απορίες, ελλείψεις, αγωνίες και άγχη. Πως διαχειρίζεται κανείς τα όνειρα; Πως τα αντιμετωπίζει; Μπορεί κάποιος να κατεβάσει απλά το διακόπτη όπως κάνουμε και κατά τη διάρκεια της μέρας; Είναι εφικτό;

Με καταδιώκουν τελευταία όνειρα χαμένα, όνειρα που στάθηκαν στο ξεκίνημά τους, όνειρα παιδικά…κι εφιάλτες, σημερινοί, αληθινοί εφιάλτες! Η μέρα λύτρωση, γεμάτη από το θόρυβο της πόλης, κρυμμένη πίσω από τη μάσκα της καθημερινότητας και της υποκρισίας. «Όλα καλά», η πιο κλασική απάντηση, η απόλυτη κάλυψη!

Θυμώνω, με μένα που δεν αντιδρώ, με μένα που τείνω να σταματήσω να τα κυνηγάω, θυμώνω που καμιά φορά συμβιβάζομαι. Που καμιά φορά με παίρνει η καθημερινότητα στην πλάτη και με σέρνει μαζί της.

Μέρες φθινοπωρινές, νύχτες υγρές, πιο κρύες, μέρες απολογισμού και ανασυγκρότησης, ή τουλάχιστον έτσι νομίζω… Κι οι μέρες μικραίνουν, οι νύχτες κρυμμένες κάτω από χουχούλικες κουβέρτες, μαζί με τα όνειρα, να προσπαθούν να ζεσταθούν και να με ζεστάνουν…

Κι μετά έρχεσαι εσύ…και με παίρνεις αγκαλιά, με κοιτάζεις στα μάτια και μου χαμογελάς, μου θυμίζεις πια είμαι και γιατί είμαι…και χάνονται οι εφιάλτες και τρέχουν να κρυφτούν τα άγχη. Η Ηρεμία έρχεται και με ζεσταίνει, όπως με ζεσταίνει η φωνή σου όταν λες το όνομά μου. Δεν ξέρω αν σε έχω ευχαριστήσει για αυτό, για την αγάπη και την ηρεμία, για την πίστη και την εμπιστοσύνη.

Ήρθες σε μια περίοδο που δεν σε περίμενα, που είχα αποφασίσει να μείνω μόνη μου και να είμαι μόνο για μένα. Ήρθες και το φθινόπωρό μου έχει γίνει μια μαγική εποχή γεμάτη από την αρχή με όνειρα νέα και παλιά. Ήρθες και ξέρω και πάλι πια είμαι, με ξαναβρήκα και είμαι ολόκληρη!

Ξέρω πως είναι φορές που χάνομαι, φορές που κατεβάζω τα χέρια. Ένα χαμόγελό σου όμως είναι αρκετό για να μου ζεστάνει την καρδιά και να συνεχίσω. Ένα βλέμμα σου έχει τη δύναμη να με γεμίσει ενέργεια και όρεξη. Ένα βλέμμα σου... ακόμη κι όταν με πιάνει το φθινόπωρό μου…

Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

Βροχή...

Βροχή σήμερα, περίεργη χειμωνιάτικη βροχή, ψυχρή.

Άδεια βροχή, γκρίζα, χωρίς χαρά αυγουστιάτικη.

Μια βροχή μοναξιά, μια βροχή δάκρυα, μια βροχή αίμα.

Βροχή της πτώσης, της αποσύνθεσης, της απουσίας.

Κι εγώ εδώ, μέσα στις στάλες της να χάνομαι και να χάνω.

Να χάνω εσένα, να χάνω εμένα, να χάνω την ουσία.

Που πήγαν οι μπόρες που κυνηγούσα παιδί;

Αυτές οι ζεστές αυγουστιάτικες μπόρες, οι γεμάτες ενέργεια.

Αυτές που σε κάνουν να νιώθεις ζωντανός.

Τώρα, εδώ, «μεγάλωσες» μου λένε ακόμα κι οι βροχές.

Κι εγώ νιώθω ακόμη όπως τότε, δεν έχω αλλάξει.

Είμαι ακόμη παιδί, δεν αλλάζω, δεν θέλω!

Κι η βροχή να ουρλιάζει στα αφτιά μου «ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ»!

Δεν την ακούω, κλείνω τα παράθυρα, κλείνω τις πόρτες.

Σηκώνω και πάλι τα τείχη!

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2008

L'invitation au voyage

Mon enfant, ma soeur,
Songe à la douceur
D'aller là-bas vivre ensemble !
Aimer à loisir,
Aimer et mourir
Au pays qui te ressemble !
Les soleils mouillés
De ces ciels brouillés
Pour mon esprit ont les charmes
Si mystérieux
De tes traîtres yeux,
Brillant à travers leurs larmes.

Là, tout n'est qu'ordre et beauté,
Luxe, calme et volupté.

Des meubles luisants,
Polis par les ans,
Décoreraient notre chambre ;
Les plus rares fleurs
Mêlant leurs odeurs
Aux vagues senteurs de l'ambre,
Les riches plafonds,
Les miroirs profonds,
La splendeur orientale,
Tout y parlerait
À l'âme en secret
Sa douce langue natale.

Là, tout n'est qu'ordre et beauté,
Luxe, calme et volupté.

Vois sur ces canaux
Dormir ces vaisseaux
Dont l'humeur est vagabonde ;
C'est pour assouvir
Ton moindre désir
Qu'ils viennent du bout du monde.
- Les soleils couchants
Revêtent les champs,
Les canaux, la ville entière,
D'hyacinthe et d'or ;
Le monde s'endort
Dans une chaude lumière.

Là, tout n'est qu'ordre et beauté,
Luxe, calme et volupté.

Charles Baudelaire
Les fleurs du mal

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2008

Καμιά φορά...








«Καμιά φορά, λέω να αλλάξω ουρανό μα δεν υπάρχουν δρόμοι!» Λόγια ειπωμένα, λόγια εκφρασμένα μέσα από βλέμματα, λόγια που έμειναν μετέωρα, λόγια που επιστράφηκαν, μαζί με δώρα και συναισθήματα, μαζί με στιγμές και ταξίδια, μαζί με φιλιά και χάδια, μαζί με χρόνια από ένα «μαζί» που δεν έγινε ποτέ ολόκληρο.

Πόσο σκληρός μπορεί να γίνει κάποιος απλά και μόνο για να έχει τη χαρά του να πληγώσει κάποιον άλλο; Πόσο; Δύσκολη ερώτηση κι ακόμη πιο δύσκολη η απάντηση! Δεν υπάρχει λόγος πια, δεν υπάρχει ουσία, μόνο απουσία. Πιο το κέρδος; Πια η χαρά στην εκδίκηση; Πόσο κακό μπορεί να κάνει κάποιος απλά και μόνο για την ικανοποίηση του πόνου που προκαλεί;

Πράξεις άστοχες, ακατανόητες. Ένα τεράστιο «γιατί» πάνω από το κεφάλι μου με ακολουθεί όπου κι αν πάω. Γιατί; Μετά από τόσο καιρό; Δεν καταλαβαίνω, σοκάρομαι από την πράξη και μόνο! Τι έκανα για να το αξίζω;

Δεν υπάρχουν απαντήσεις, αν υπήρχαν θα τις είχαν ήδη βρει κι εγώ εδώ, με το «γιατί» για καπέλο. Μόνο που δεν με προστατεύει από τον ήλιο παρά μου προκαλεί πονοκέφαλο, μου βαραίνει τα βήματα. Τι να το κάνω; Πώς να το χειριστώ; Δεν μπορώ να αντιδράσω, δεν ξέρω πως αλλά κυρίως δεν ξέρω γιατί.

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008

Η μνήμη…










5/12/2007
Θυμάμαι το χαμόγελο στα μάτια σου,
Θυμάμαι τη μυρουδιά του κορμιού σου,
Θυμάμαι τη φωνή σου να λέει το όνομα μου,
Θυμάμαι το περπάτημα σου στις βόλτες μας,
Θυμάμαι τον τρόπο που έγερνες το κεφάλι όταν μου γελούσες,
Θυμάμαι τον τρόπο που κάπνιζες το τσιγάρο σου.
Θυμάμαι που με κοιτάζεις στα μάτια,
Θυμάμαι να μου λες «δεν σ’ αγαπώ, σ’ αγαπάω»,
Στον κόσμο μου, ήσουν η ομορφιά μου,
Αλλά είμαι εδώ μόνη μου…
Χωρίς εσένα!

Τρίτη 29 Ιουλίου 2008

Μικρές ιστορίες

5/12/2007
Τα γεγονότα
- Τι θα γίνει ρε Λίτσα, θα μου πεις; Γιατί με κουβάλησες εδώ τέτοια ώρα
- Κοίταξε Γιώργο, αυτό που θέλω να σου πω είναι λίγο περίεργο και δεν ξέρω πως θα το πάρεις.
- Λέγε ρε μωράκι μου και πρέπει να γυρίσω στο σπίτι. Υποσχέθηκα στη γυναίκα και τα παιδιά μου να τους πάω για φαγητό.
- Τους αφορά κι αυτούς, κατά έναν τρόπο.
- Τι θέλεις να πεις;
- Κοίταξε, είναι αλήθεια πως όταν σε γνώρισα με συνεπήρες τόσο που δεν υπολόγιζα τη γυναίκα και τα παιδιά σου, ήθελα μόνο να ζω τον έρωτα μαζί σου.
-Ξέρεις πως δεν μπορώ να σου δώσω τίποτα περισσότερο. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά, την οικογένεια μου δεν θέλω να τη διαλύσω.
- Το ξέρω, δεν σου ζητάω κάτι τέτοιο. Βασικά, αυτό που θέλω να σου πω είναι πως είμαι πολύ ερωτευμένη
- Κι εγώ σε γουστάρω μωρό μου και το ξέρεις, αλλά…
- Όχι ρε Γιώργο, δεν κατάλαβες, δεν είμαι πια ερωτευμένη μαζί σου.
- Τι εννοείς;
- Αυτό που καταλαβαίνεις! Γνώρισα έναν άνθρωπο που μου άλλαξε τη ζωή.
- Δηλαδή τι; Είναι καλύτερος από μένα;
- Μη θυμώνεις. Δεν μπορώ να σας συγκρίνω, είναι τελείως διαφορετικός. Τρυφερός, γεμάτος κατανόηση και αγάπη, ερωτικός…
- Κι εγώ δεν είμαι όλα αυτά; Δεν είμαι ερωτικός εγώ; Που κάθε φορά που το κάνουμε λες τον δεσπότη Παναγιώτη!
- Μωρό μου μην ταράζεσαι. Δεν είπα πως δεν περάσαμε καλά μαζί, Απλά σου είπα, αυτός ο άνθρωπος είναι διαφορετικός. Και είμαι κι εγώ διαφορετική μαζί του. Νιώθω για πρώτη φορά ολόκληρη!
- Τι έγινε; Σου έταξε γάμους και λουλούδια;
- Όχι ρε συ Γιώργο: Άλλωστε είναι παντρεμένος.
- Τότε γιατί αυτός κι όχι εγώ; Ή μήπως περιμένεις πως αυτός θα παρατήσει την οικογένειά του για χάρη σου; Γιατί δεν πρόκειται να το κάνει και το ξέρεις.
- Κάνεις λάθος: Σήμερα κιόλας θα ζητήσει διαζύγιο! Καιρό τώρα υπήρχε πρόβλημα στο γάμο του.
- Καλά μην τα πιστεύεις αυτά! Μην ξεχνάς κι εγώ τα ίδια σου έλεγα!
- Είναι διαφορετικά σου λέω τα πράγματα!
- Και πότε τον γνώρισες τον λεγάμενο;
- Τον λεγάμενο; Χα! Γυναίκα είναι μωρό μου! Η γυναίκα σου!!!

Η άποψή του
- Κουράγιο ρε συ Γιώργο, κουράγιο.
- Άσε με ρε φίλε, τι κουράγιο μου λες; Πώς να κάνω κουράγιο μετά από αυτό; Καταλαβαίνεις τι μου έκαναν οι παλιοκαργιόλες; Κι άντε από τη Λίτσα να το καταλάβω. Αλλά η Μαρία; Η Μαρία ρε μαλάκα που πέρα από τα κλασικά στο κρεβάτι δεν μπορούσα να της ζητήσω τίποτα; Να με κερατώσει και μάλιστα με γκόμενα; Να με παρατήσει για μια γυναίκα; Θα τρελαθώ ρε μαλάκα! Και στο κάτω κάτω εγώ τι έκανα; Ότι κάνουν όλοι οι παντρεμένοι! Είχα γκόμενα! Και; Ο πρώτος είμαι ή ο τελευταίος που κερατώνει τη γυναίκα του; Κι απορώ που δεν καταλαβαίνουν πως για μας τους άντρες άλλο είναι το πήδημα κι άλλο η γυναίκα μας. Άντρες είμαστε το κάτω κάτω ρε συ κι έχουμε ανάγκη να ξενοπηδάμε που και που. Δεν είναι δα και τόσο φοβερό. Άλλωστε θα έπρεπε να το καταλαβαίνουν οι γυναίκες πως για μας το σεξ είναι μια φυσική ανάγκη! Δεν μπορώ να το χωνέψω ρε μαλάκα! Πότε συναντήθηκαν, πως γνωρίστηκαν, τι έγινε, ούτε που κατάλαβα! Η πουτάνα η Μαρία με παράτησε με δύο παιδιά για μια γκόμενα ρε συ! Κάτω από τη μύτη μου ρε μαλάκα κι ούτε που το πήρα χαμπάρι! Άσε που έχω γίνει ρόμπα σε όλο τον κόσμο! Ρε, το καταλαβαίνεις; Με παράτησε για μια γυναίκα! Χίλιες φορές να με κεράτωνε με κανέναν πιτσιρικά παρά αυτό το ξεφτιλίκι! Πουτάνες ρε! Όλες τους!!
- Δίκιο έχεις ρε συ Γιώργο, σε καταλαβαίνω, αλλά δεν μπορείς να κάνεις και τίποτα. Αφού τα ξέρεις, καριόλες είναι όλες τους!!!

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008

Αλλη μια μέρα...






Άλλη μια μέρα μαζί,
Άλλη μια μέρα γεμάτη από σένα,
Γεμάτη από χαμόγελο, από παρουσία,
Δεν σε περίμενα κι όμως ήρθες,
Αλλού σε έψαχνα κι αλλού με βρήκες,
Ήρθες και γέμισα, ήρθες και γέλασα,
Μου ξύπνησες αισθήσεις ξεχασμένες,
Μου θύμησες χαρές λησμονημένες,
Έμαθα πάλι από την αρχή
Πως είναι το μαζί,
Πως είναι το καλά, πως είναι η χαρά,
Μαζί σου έμαθα από την αρχή,
Να βλέπω χρώματα μες στη βροχή,
Να περπατάω και να βλέπω ομορφιά
Να σε κοιτάω και να βλέπω συντροφιά…

Τρίτη 22 Ιουλίου 2008

Kαλοκαίρι...



Καλοκαίρι και πάλι,
Καλοκαίρι καινούριο,
Καλοκαίρι μουσικό,
Καλοκαίρι γεμάτο χρώματα,
Καλοκαίρι με φτερά απλωμένα,
Καλοκαίρι γεμάτο αγκαλιές και χορούς,
Καλοκαίρι ζεστό και χουχούλικο,
Καλοκαίρι στην αγκαλιά σου,
Καλοκαίρι στα χάδια σου,
Καλοκαίρι…

Κυριακή 6 Ιουλίου 2008

Αρχή;


Αρχή, πάλι, ιδέα δεν έχω!
Αγωνία…Ναι!
Πάνω από το τηλέφωνο, για μια φωνή.
Μια χροιά που θα φτιάξει τη διάθεση;
Μπορεί!
Μετά από καιρό πόθος και ζήλια!
Πείνα και δίψα.
Για ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο!
Πάλι! Η ώρα δεν περνάει,
Η αναμονή βαριά,
Η αγωνία ασήκωτη,
Ναι; Όχι; Γιατί;
Κι αν ναι τι;
Μπορώ; Μπορείς;
Μπορούμε;
Το ήθελα! Το έτρεμα!
Και τώρα; Τι; Πως;

Παρασκευή 16 Μαΐου 2008

Ήρθαν οι μέρες …!


Ήρθαν οι μέρες που είναι γαλάζιες και φωτεινές,
Ήρθαν οι μέρες που η φωνή σου δεν ψιθυρίζει στο κεφάλι μου,
Ήρθαν οι μέρες που νιώθω δυνατή και ικανή για όλα,
Ήρθαν οι μέρες που τα μάτια σου δεν κλείνουν το δρόμο μου,
Ήρθαν οι μέρες που δε σ’ αναζητώ στα όνειρά μου,
Ήρθαν οι μέρες που δε με στοιχειώνεις πια,
Ήρθαν οι μέρες που δε σε ψάχνω στα στενά της Αθήνας,
Ήρθαν οι μέρες που δεν αγωνιώ μήπως σε δω μπροστά μου,
Ήρθαν οι μέρες που είμαι «εγώ»,
Ήρθαν οι μέρες που ο ήλιος μου χαϊδεύει το πρόσωπο,
Ήρθαν οι μέρες που χαμογελάω και πάλι,
Ήρθαν οι μέρες που ζω από την αρχή.
Ήρθαν οι μέρες …!

10/5/2008!


Δεν νιώθω τίποτα, μόνο κενό, άδειασα!
Η ανάσα μου δύσκολη, με κουράζει.
Στα πνευμόνια μου δεν μπαίνει αέρας,
το οξυγόνο δεν μου φτάνει, άδειασα.
Μια τρύπα έχω αντί για καρδιά,
Μια πελώρια τρύπα χάσκει στο στέρνο μου,
Άδειασα. Χωρίς ουσία προσπαθώ να ανασάνω.
Χωρίς νόημα προσπαθώ να δουλέψω.
Χωρίς νόημα προχωράω και δεν χωράω πουθενά.
Χωρίς νόημα κρύβομαι στο καβούκι μου,
Χωρίς νόημα ανοίγω το ψυγείο,
Χωρίς νόημα μιλάω στο τηλέφωνο.
Χωρίς νόημα. Άδειασα!

Κυριακή 4 Μαΐου 2008

Λόγια...


Λέξεις!
Μόνο λόγια, προτάσεις,
ήχοι που βγαίνουν από το στόμα χωρίς καμία σημασία,
χωρίς ουσία,
λέξεις για τις λέξεις,
άχρωμες, άοσμες, ανούσιες.
Λέξεις!
Γεμάτες χρώματα, μελωδίες,
να κρύψουν το ψέμα, να κρύψουν την ουσία.
Λέξεις!
Μάσκες κρυμμένες στα λόγια,
προσωπα κρυμμένα στις μάσκες.
Λέξεις!
Αχρηστη επικοινωνία,
χωρίς λόγια, χωρίς σημασία.
Λέξεις!
Με κούρασαν, τις πίστεψα, βαρέθηκα!

Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

Ελπίδα


Κάθε μέρα την ψάχνω, να πιαστώ πάνω της,
Κάθε μέρα τη χάνω κι αγωνίζομαι,
Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα
Τρέχω πίσω της και φεύγω μακριά της
Για χάρη της συνεχίζω, εξαιτίας της παραιτούμαι
Κι αυτή πάντα τόσο κοντά και τόσο άπιαστη,
Τόσο μακριά και τόσο δίπλα μου,
Χωρίς αυτή δεν ζω, τη χάνω και πνίγομαι,
Τη νιώθω να φεύγει και πνίγομαι,
Τρέχω πίσω της σαν παιδί πίσω απ’ τη μπάλα του,
Τρέχω, την κυνηγάω κι όλο τη χάνω
Κι όλο τη βρίσκω κι όλο μου γλιστρά,
Δίνει νόημα στη ζωή μου, δε ζητάει τίποτε
Κι όμως δεν είναι πάντα δίπλα μου,
Δεν με κρατάει από το χέρι όταν φοβάμαι,
Τότε είναι που τη χάνω, τότε είναι που χάνομαι
Που δεν βλέπω πια φως παρά μόνο σκοτάδι.
Μα ο ήλιος βγαίνει κάθε πρωί κι αυτή γυρίζει
Μου χαμογελάει κι αρχίζουμε πάλι από την αρχή…

Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Λέξεις…



Λέξεις σκόρπιες, μόνες, χορεύουν στο κεφάλι μου, δεν ξέρω τι να τις κάνω! Δεν μπορώ να τις βάλω σε μια σειρά, μετακινούνται συνέχεια, δεν τις προλαβάινω…Θέλω να τις πιάσω, να τις συντάξω, να βγάλουν νόημα, να καταλάβω επιτέλους τι είναι αυτό που φωνάζουν τόσο καιρό μέσα στο κεφάλι μου.

Άλλες τραγουδούν, άλλες χορεύουν, άλλες είναι χρωματιστές, άλλες μελωδικές. Με ποιον τρόπο να τις φτάσω; Πως θα καταφέρω να τις φέρω κοντά μου, να μου πουν κι εμένα αυτή την ιστορία που έχουν πει τόσες και τόσες φορές στα όνειρά μου, αυτά που το πρωί δεν θυμάμαι…

Και το θέλω, το θέλω πολύ να τις πλησιάσω, έχω τόσες ερωτήσεις να κάνω, τόσες απορίες να λύσω…ας τις σταματήσει κάποιος, ή ας μου πει πώς να τις φέρω κοντά μου, πώς να τις κάνω να μου μιλήσουν, να μου εξηγήσουν, να μου δώσουν απαντήσεις στα τόσα «γιατί» μου.

Φωνές γεμάτες, φωνές ασυνάρτητες, φωνές…γέμισε το κεφάλι μου από αυτές: «τρέξε, πρόλαβε, δούλεψε, μην αντιμιλάς, μην φωνάζεις, μην αντιστέκεσαι. Έτσι είναι η ζωή! Δεν μπορείς να έχεις ότι θέλεις, δεν είσαι όπως οι άλλοι!»

Για αυτό ψάχνω τις λέξεις μου, να τις βάλω στις θέση τους και μαζί με αυτές θα βάλω στη θέση τους και όλους αυτούς που μου λένε τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω. Τι μπορώ και τι δεν μπορώ να λέω. Γιατί τα πάντα τα μπορώ. Όλα τα μπορώ. Και κανείς δεν είναι σε θέση να μου βάλει όρια!

Κι όταν καταφέρω να μαζέψω τις λέξεις μου, θα χορέψω μαζί τους, θα βρω και πάλι τη φωνή μου. Γιατί χωρίς αυτές δεν έχω φωνή. Έχω μόνο ήχους άηχους. Οι λέξεις μου είναι κάπου εκεί και περιμένουν να πιαστούμε αγκαλιά και να πούμε ιστορίες, να τραγουδήσουμε τραγούδια που δεν έχουν ξαναειπωθεί. Να περιγράψουμε το χρώμα του κυριακάτικου ήλιου και τις φωνές των παιδιών στις αλάνες.

Ώρες ώρες νιώθω πως τις χάνω, πως κρύβονται κι η φωνή μου χάνεται μαζί τους κι έπειτα τις ξαναβρίσκω στους φίλους μου, στις αγκαλιές και τα γέλια, αλλά τότε είναι οι καρδιές που μιλάνε και πάλι δεν μπορώ να τις βάλω σε σειρά. Τρέχω πίσω τους, δεν τις προλαβαίνω, όλο μου ξεφεύγουν. Είναι φορές που νιώθω πως με κοροϊδεύουν, πως παίζουν μαζί μου κι είναι φορές που έρχονται και με πιάνουν από το χέρι, που με οδηγούν μόνες τους στο μονοπάτι τους κι εγώ απλά ακολουθώ.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Edgar Alan Poe "The Raven"





Once upon a midnight dreary, while I pondered, weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door. *
"'Tis some visitor," I muttered, "tapping at my chamber door -
Only this, and nothing more."


Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore -
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating,
"'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -
Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -
This it is, and nothing more."

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
"Sir," said I, "or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you" - here I opened wide the door; -
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortals ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the stillness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, "Lenore!"
This I whispered, and an echo murmured back the word, "Lenore!" -
Merely this, and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
"Surely," said I, "surely that is something at my window lattice:
Let me see, then, what thereat is, and this mystery explore -
Let my heart be still a moment and this mystery explore; -
'Tis the wind and nothing more."

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore;
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore.
"Though thy crest be shorn and shaven, thou," I said, "art sure no craven,
Ghastly grim and ancient raven wandering from the Nightly shore -
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning - little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blest with seeing bird above his chamber door -
Bird or beast upon the sculptured bust above his chamber door,
With such name as "Nevermore."

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -
Till I scarcely more than muttered, "other friends have flown before -
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before."
Then the bird said, "Nevermore."

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
"Doubtless," said I, "what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful Disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -
Till the dirges of his Hope that melancholy burden bore
Of 'Never - nevermore'."

But the Raven still beguiling all my fancy into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird, and bust and door;
Then upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt and ominous bird of yore
Meant in croaking "Nevermore."

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamplight gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamplight gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!

Then methought the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose footfalls tinkled on the tufted floor.
"Wretch," I cried, "thy God hath lent thee - by these angels he hath sent thee
Respite - respite and nepenthe, from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe and forget this lost Lenore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Prophet!" said I, "thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
Whether Tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -
On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -
Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Prophet!" said I, "thing of evil - prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels name Lenore -
Clasp a rare and radiant maiden whom the angels name Lenore."
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Be that word our sign in parting, bird or fiend," I shrieked, upstarting -
"Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

And the Raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamplight o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted - nevermore!

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008

Σπλιτς - σπλατς!

Και τώρα στα βαθιά, κολυμπάω, δεν ξέρω τι στυλ, νιώθω υπέροχα όμως μέσα στο νερό. Δεν έχω σκεφτεί τα σκυλόψαρα, ούτε έχω κοιτάξει για τη στεριά. Κολυμπάω κι ελπίζω πως μέχρι να αρχίσω να κουράζομαι θα την έχω βρει και θα την αγγίζω σχεδόν.
Πάντα είχα καλές αντοχές, ας ελπίσουμε λοιπόν πως δεν θα με προδώσουν σε αυτή τη φάση. Γιατί ειδικά τώρα πρέπει να φτάσω στη στεριά κι όχι σε οποιαδήποτε, αλλά σε αυτή που έχω ονειρευτεί, σε αυτή που έχω βάλει απέναντί μου με σκοπό να τη φτάσω, την ώρα που αποφάσησα να βουτήξω.
Νιώθω γεμάτη όμως, χαρούμενη, δυνατή. Τώρα νιώθω πως θα φτάσω. Οχι ότι έχω σταματήσει να φοβάμαι. Σίγουρα ο φόβος είναι υπαρκτός, μόνο που τώρα είναι σύντροφος, σύμμαχος. Με κρατάει στην επιφάνεια όπως η μάνα που κρατάει το παιδί της, βάζοντας το χέρι της στην κοιλιά του, μέσα στη θάλασσα μαθαίνοντάς το να κολυμπάει.
Φίλος μου ο φόβος λοιπόν σ'αυτή τη φάση κι η στεριά μου εκεί, απέναντι, δεν τη βλέπω με τα μάτια μου, την έχω δει στα όνειρά μου και ξέρω πως να τη φτάσω. Κολυμπάω και το νερό δεν είναι καν κρύο, είναι χλυαρό και φιλόξενο. Τώρα δεν έχω παρά να κουνήσω τα χέρια και τα πόδια μου. Σπλιτς - σπλατς!

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008

Μπροστά στον καθρεύτη

Φοβάμαι σου λέω!
Δεν το καταλαβαίνεις;
Μη μου γελάς σαν χαζό.
Φοβάμαι κι εσύ γελάς;
Ηρθε η ώρα για το άλμα
κι εμένα μου' χουν κοπεί τα πόδια.
Κι όλοι με περνούν για χαλαρή και άνετη.
Φοβάμαι, τρέμω.
Μπορώ; Δεν μπορώ;
Θα με βάλω σε τάξη;
Θα νικήσω τον Δαίμονα;
Θα σταθώ ή θα βουλιάξω;
Μη γελάς σου λέω!
Δε με ξεγελάς εμένα!
Αυτά τα χαλαρά στους άλλους.
Εγώ σε ξέρω. Φοβάσαι όσο κι εγώ
κι ας προσπαθείς να το κρύψεις.
Φοβάσαι κι εσύ όσο κι εγώ...
φοβάσαι... είσαι εγώ.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2008

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ

Πάει καιρός από την τελευταία φορά που ανέβασα κάτι και είναι αλήθεια πως μου έλειψε πολύ, θα προσπαθήσω να είμαι πιο συνεπής φέτος :ρ
Καλή χρονιά σε όλους. Χρωματιστή σαν ουράνιο τόξο, μοσχομυριστή σαν κουλουράκι, απαλή σαν λούτρινο, μελωδική σαν τα κύμματα και ζωντανή σαν ένα πιτσιρίκι υπερκινητικό!!!