Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

1


Ασφυκτιούσε!

Άκουγε το χώμα να χτυπάει το φέρετρο. Δεν μπορούσε να δει, ήταν πολύ σκοτεινά εκεί μέσα, σκοτεινά και υγρά, η μυρουδιά της μούχλας της έπνιγε τα ρουθούνια.

Ασφυκτιούσε!

Δεν είχε πεθάνει κι όμως δέκα εκατομύρια άνθρωποι είχαν έρθει στην κηδεία της και με τη σειρά του ο καθένας, περιμένοντας υπομονετικά, μισοκλαίγοντας, μισοαδιαφορόντας, έριχναν το χώμα στο φέρετρο, όπως ορίζει το έθιμο.

Ασφυκτιούσε!

 Ηταν τόσο στενά εκεί μέσα που δεν μπορούσε καθόλου να κουνηθεί, σαν να το είχαν κάνει το φέρετρο όσο πιο στενό γινόταν.

Ασφυκτιούσε!

Ο ήχος, μονότονος, όπως και η μυρωδιά από μούχλα και χώμα που την κάλυπταν την έπνιγαν.

Ασφυκτιούσε!

Ήθελε να φωνάξει. ΖΩ! ΔΕΝ  ΠΕΘΑΝΑ! Δεν έβγαινε φωνή από το στόμα της. Μόνο κάτι σκουλίκια είχαν αρχίσει να βγαίνουν.

Ασφυκτιούσε!

Προσπάθησε να φέρει το χέρι στο στόμα, να καθαριστεί. Χωρίς αποτέλεσμα. Όσο σκουπιζόταν τόσο τα σκουλίκια αυξάνονταν.

Ασφυκτιούσε!

Ένα μαύρο υγρό άρχισε να τρέχει από τους πόρους του κορμιού της. Σαν πύον, μόνο πιο βρωμερό. Ένιωθε πως θα πνιγόταν μέσα του.

Ασφυκτιούσε!

Η βρώμα γινόταν όλο και πιο αφόρητη. Ήθελε να βγεί. Ήθελε να ζήσει. Δεν ήθελε να πεθάνει έτσι.

Ασφυκτιούσε.

Κάποιοι αποφάσησαν πως είχε πεθάνει και όσοι ήρθαν στην κηδεία της το είχαν αποδεχτεί. Όμως αυτή ήταν ακόμα ζωντανή.

Ασφυκτιούσε!

Ποιος θα το πίστευε πως αυτό ήταν το τέλος της; Ζωντανή μέσα σε ένα στενό φέρετρο, με το σώμα της να ξερνάει σκουλίκια και μαύρο πύον.

Ασφικτυούσε!

Ένιωσε το χώμα πιο βαρύ πάνω της, άρχισε να ελπίζει πως μπορεί να σπάσει το φερετρο έτσι και να βγει.

Ασφυκτιούσε!

Όμως την ήθελαν νεκρή! Κάποιους τους βόλευε περισσότερο έτσι. Το δέχτηκε και σταμάτησε να αντιστέκεται. Δεν ήταν πια μόνη. Δέκα εκατομύρια άνθρωποι ήταν μαζί της, μέσα στο φέρετρο.

Έκλεισε τα μάτια.


 Τετέλεσται!