Τρίτη 28 Αυγούστου 2007

Όμορφος κόσμος...


Σιωπή, αμήλικτος ήχος, επικίνδυνη απειλή.
Σιωπή ματωμένη, σιωπή κομματιασμένη, καρβουνιασμένη,
Ατέλειωτη σιωπή. Λόγια βουβά που πλημμυρίζουν τα μάτια,
Λόγια άχρωμα που δεν φτάνουν στα αφτιά, λόγια μικρά,
Ανύμπορα, λόγια ανείπωτα.
Χέρια γρδαρμένα, δουλεμένα, στάζουν τον πόνο και την οργή.
Πρόσωπα καπνισμένα, μάτια κόκκινα από το κλάμα, από την καπνιά
Μάτια χαμένα, απορημένα, μάτια απαρηγόρητα.
Παιδιά μουτζουρωμένα, κλαμμένα, μόνα,
Παιδιά άστεγα, πεινασμένα, ταλαιπωρημένα,
Παιδιά αγέλαστα, γερασμένα, χωρίς ελπίδα παιδιά.

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007

Καλοκαιρινά ταξίδια


Επιτέλους ησυχία, ένα βιβλίο στο χέρι και με αργά βήματα στην χουχουλιαστή πολυθρόνα, την ειδική για άνετο και απολαυστικό διάβασμα. Μετά από καιρό έχω την πολυτέλεια να χωθώ στην αγαπημένη μου πολυθρόνα για να ακολουθήσω τα χνάρια ενός ήρωα, να γευτώ ότι γεύεται, να αγγίξω ότι αγγίζει. Είναι αυτές οι φορές που δεν έχει σημασία τι γίνεται στον πραγματικό κόσμο, το μυαλό μου μένει στον ήρωα του βιβλίου που διαβάζω ακόμη κι όταν δουλεύω.
Τώρα όμως είναι η απόλυτη απόλαυση, τα τσιγάρα μου δίπλα μου, η κούπα με τον αχνιστό καφέ, το τασάκι…όλα σε απόσταση τεντώματος του χεριού. Τα τηλέφωνα κατεβασμένα! Επιτέλους, ώρα για ταξίδια!
Όλη τη γη έχω γυρίσει έτσι, πότε παρέα μ’έναν καπετάνιο, πότε παρέα με έναν μάγο, πότε στη ράχη ενός άλμπατρος…Τα πιο όμορφα ταξίδια μου τα έχω κάνει μέσα από τα βιβλία, όλων των ειδών τα βιβλία, όλων των περιεχομένων και ιστοριών. Αρκεί ο συγγραφέας να ξέρει να με πιάσει από το χέρι και να με πάρει μαζί του. Αυτός είναι το παν στο βιβλίο, αν δεν ξέρει να σου απλώσει το χέρι, μένεις εκεί, καθισμένος στην χουχουλιαστή πολυθρόνα με μια πικρή γεύση στο στόμα, με τη γεύση ενός ταξιδιού που δεν ξεκίνησε ποτέ.
Και είναι δύσκολη η στιγμή που κλείνεις ένα βιβλίο γιατί δεν ήταν έγκυρο το εισιτήριο, πονάει. Είναι σαν να φτάνεις στην αποβάθρα και να βλέπεις το πλοίο να φεύγει, χωρίς εσένα… Ευτυχώς δεν το έχω χάσει πολλές φορές κι έχω κάνει μαγικά ταξίδια, γεμάτα εικόνες, χρώματα και μουσική.
Μπροστά σ’ένα πλοίο βρίσκομαι και πάλι, έτοιμη να ταξιδέψω, ο σάκος στον ώμο, τα τσιγάρα μου στο χέρι, κάπου στο βάθος ο Γιώργος παίζει μουσική, δεν ξέρω τι είναι, Μότσαρτ ίσως, δεν έχει σημασία, μου αρκεί που μου κουνάει το μαντίλι και φουσκώνει τα πανιά για το ταξίδι μου. Ήρθε η ώρα, ανοίγω την πρώτη σελίδα…φεύγω τώρα, καλό μου ταξίδι.