Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2007

Το ονομά μου ήταν...το δικό σας;

Η πρώτη απόπειρα...στην πρώτη συνάντηση...

"Το όνομά μου ήταν… το δικό σας ; "

Το όνομά μου ήταν Μαρία, ένα ξανθό, κοκαλιάρικο παιδάκι με φακίδες και στραβά πόδια. Ήμουν δεν ήμουν 12. Όλη μου η ζωή γύρω απ’το σχολείο και τα παιχνίδια με τους φίλους στις αλάνες.
Μέχρι τη μέρα που φύγαμε για την πόλη! Όλα άλλαξαν τότε…και το σχολείο και οι δάσκαλοι και οι φίλοι. Με στείλανε εσωτερική στις καλόγριες. Έπρεπε να μάθω να είμαι καθωσπρέπει, έπρεπε να σταματήσω να κάνω παρέα με αγόρια, έπρεπε να ετοιμαστώ για να γίνω, όπως έλεγε η μητέρα μου, μια σωστή κυρία.
Η πρώτη μέρα στο σχολείο ήταν φρικτή, ποτέ ξανά δεν έχω νιώσει τόσο μόνη, τόσο μικρή. Και τα πράγματα χειροτέρεψαν την τρίτη ώρα. Είχαμε μάθημα καλής συμπεριφοράς, έπρεπε να μάθουμε να μιλάμε και να φερόμαστε σωστά, έπρεπε να μάθουμε τον πληθυντικό ευγενείας τον οποίο έπρεπε να χρησιμοποιούμε με όλους, ακόμη και με τους συμμαθητές μας. Κι έτσι ξεκινήσαμε να συστηνόμαστε ο ένας στον άλλο… “το όνομά μου είναι Μαρία…το δικό σας;

Ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά ξαναβλέπεις τη σκηνή.

Το κείμενο της περασμένης Τετάρτης που γράφτηκε στο πόδι :)

“ Ξαπλωμένος στο σκοτάδι με τα μάτια κλειστά εσύ βλέπεις τη σκηνή”

Έχουν περάσει ώρες, ίσως και μέρες από τότε που τη σκότωσε για πρώτη φορά. Ξαπλωμένος, με τα μάτια κλειστά ξαναβλέπει τη σκηνή. Τη Μαρία να παλεύει στα χέρια του, το πρόσωπό της να αλλάζει χρώμα και να ντύνεται τη μάσκα του θανάτου, τον ίδιο να την πλένει και να την ξαπλώνει στο κρεβάτι…και μετά το αγαπημένο του σημείο…Την άτυχη γειτόνισσα που ανακάλυψε το πτώμα, το πρόσωπό της αλλοιωμένο από τα ουρλιαχτά , τους κακόμοιρους αστυνομικούς που μάταια προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έγινε και γιατί και να συγκεντρώσουν στοιχεία, τα κανάλια να εικάζουν για το δολοφόνο, κι αυτόν κρυμμένο κάπου εκεί ανάμεσα να απολαμβάνει το μεγαλείο της πράξης του, καθισμένο στον καναπέ να ξαναβλέπει μέσα από το κουτί της τηλεόρασης, ξανά και ξανά, τον ρεπόρτερ να προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση και να μαντέψει το δράστη…ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα μάτια κλειστά της χαμογελάει γι’ άλλη μια φορά…την ξανασκοτώνει.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2007

"Τι ήθελα να γίνω όταν θα μεγάλωνα"

Τι ήθελα να γίνω όταν θα μεγάλωνα...

Μια ερώτηση που ακόμη με κυνηγάει και στην οποία ακόμη δεν έχω δώσει απάντηση!! Από μικρό παιδί οι μεγάλοι με ρωτούσαν κι εγώ κοίταζα σαν χάνος!! Ξέρεις τώρα, ανοιχτό στόμα, γουρλωμένα μάτια και τέτοια!!! Έλα ντε!!! Τι ήθελα να γίνω; Τι έγινα;

Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί οι μεγάλοι κάνουν αυτή την ερώτηση, περιμένουν απάντηση; Έχουν κάποια ήδη στο μυαλό τους; Εγώ πάντως ποτέ δεν την απάντησα, άλλωστε δεν είχα και τι να απαντήσω, αφού δεν ήξερα, τι να τους έλεγα;

Τα βράδια που καθόμουν μόνη στο δωμάτιό μου, ερχόταν μπροστά μου το πρόσωπο κάποιας χοντρής κυρίας να με βασανίσει και πάλι με την ίδια ερώτηση! «Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις μικρή μου; ». Κι εγώ ήθελα να της δώσω μια σφαλιάρα και να της φωνάξω ότι δεν ξέρω!!! Δεν ξέρω κυρά μου, γιατί με τυραννάς; Νομίζεις ότι εγώ δεν αναρωτιέμαι, δεν αγωνιώ; Τρέμω που όλα τα παιδιά της ηλικίας μου έχουν κάτι να πουν ενώ εγώ τίποτα!

Με την αγωνία αυτής της ερώτησης έφτασα στα 30 κι ακόμα τίποτα! Ζηλεύω όταν ακούω κάποιους να λένε « από πολύ νωρίς είχα αποφασίσει ότι θα γίνω αυτό»! Εγώ 30 κι ακόμη να το βρω! Είναι που δεν έχω κάποιο ξεχωριστό ταλέντο; Είναι που μ’αρέσει να κάνω πολλά πράγματα; Δεν έχω καταλάβει.. κι ακόμα ψάχνω... Η ελπίδα βέβαια πεθαίνει τελευταία αλλά τι να σου πω, δεν ξέρω, άλλωστε εμένα με λένε Μαρία!

Κι έτσι αλλάζω δουλειές που άλλοτε μ’αρέσουν κι άλλοτε όχι, κάνω πράγματα που μου κινούν το ενδιαφέρον, διαβάζω, γράφω, τρέχω, ψάχνω...Αυτή η αναζήτηση, όσο γοητευτική κι αν την έχει παρουσιάσει ο ποιητής, εμένα έχει αρχίσει να μου δίνει στα νεύρα!! Πότε θα βρω αυτό το κάτι που θέλω να γίνω; Κι αν το βρω θα προλάβω να το γίνω τελικά; Μεγάλη αγωνία σου λέω, κι ο χρόνος περνάει και το τι θα γίνω όταν μεγαλώσω δεν έρχεται κι εγώ μεγαλώνω! Πόσο μεγάλη πια θα πρέπει να γίνω για να το βρω? Ας μου δώσει κάποιος ένα όριο ηλικίας για το «μεγάλος» για να ηρεμίσω η γυναίκα και να κάνω υπομονή. Τα 30 είναι μεγάλος; Μήπως δεν είναι αρκετά μεγάλος κι έχω ακόμη χρόνο; Ποιος θα μου πει επιτέλους;

Κάθε φορά που βρίσκομαι κοντά σε παιδάκια και τους κάνουν αυτή την ίδια ερώτηση μου’ έρχεται να κάνω φονικό!! Τι το ρωτάς το παιδάκι καλή μου κυρία, γιατί το αγχώνεις από τόσο νωρίς; Άφησε το να χαρεί τα παιδικά του χρόνια. Όταν έρθει εκείνη η μεγάλη ώρα θα το αποφασίσει! Άσε που αν το αποφασίσει από τώρα και δεν τα καταφέρει θα νιώθει αποτυχημένο για μια ζωή. Καλύτερα να μην ξέρει λοιπόν και να το βρει στην πορεία.

Τελικά μάλλον είμαι τυχερή που δεν ήξερα τι ήθελα να γίνω όταν θα μεγάλωνα, ίσως είναι καλύτερα έτσι, έχω περισσότερες επιλογές! Χα ! Τουλάχιστον δεν νιώθω αποτυχημένη, άσε που ελπίζω ακόμα ότι κάποια μέρα θα το βρω! Μάλλον δεν έχω μεγαλώσει ακόμα!
ΦΟΝΟΣ?


Κάποιες στιγμές η κατάσταση ξεφεύγει από τα χέρια μας, κάποιες στιγμές ξεπερνούμε τα όριά μας, κάτι συμβαίνει και παύουν να υπάρχουν όρια και είναι εκείνες οι στιγμές που το ζώο ξυπνάει μέσα μας, που γυρνάμε πίσω στην αρχή, σ’εκείνη την αέναη σχέση κυνηγού και θύματος, σ’εκείνη τη στιγμή που η γεύση του ζεστού αίματος στο στόμα μας ήταν η μεγαλύτερη των ηδονών…

Κάπως έτσι ένιωσε κι ο Γιώργος εκείνη τη στιγμή, η θέα του νεκρού σώματος της Μαρίας δεν τον τάραζε, δεν τον απωθούσε…το απολάμβανε! Πώς να ήταν η γεύση της? Άπλωσε το χέρι του και σκούπισε λίγο αίμα από το πρόσωπό της, έφερε το χέρι του στο στόμα του και το έγλυψε…μμμμ ιδιαίτερη γεύση, περίεργη αλλά καθόλου άσχημη, γλυκιά…

Δεν ξέρει πόση ώρα είχε περάσει από τη στιγμή που εκείνη έπαψε να παλεύει μέσα στα χέρια του, πόση ώρα του είχε πάρει για να την πλύνει, για να ισιώσει τα μαλλιά της, να της καθαρίσει το πρόσωπο, να τη μακιγιάρει, να τη ντύσει, να της φορέσει τις γόβες…Κάθισε πλάι της και της χαμογέλασε, είχε την τιμή να είναι η πρώτη, η μέγιστη ηδονή, η ασύγκριτη… ήδη σκεφτόταν τις επόμενες…η γεύση του αίματος ανέβασε την αδρεναλίνη του στα ύψη!!! Ήθελε κι άλλο…

Για την ώρα προτίμησε να την κοιτάζει, να απολαύσει τη στιγμή, να αποτυπώσει την εικόνα της στο μυαλό του για να μπορεί να την κάνει και πάλι δική του κάθε φορά που η ανάγκη τρύπωνε στο κεφάλι του. Ήξερε πια ότι ήταν κυνηγός, ήξερε ότι η ανάγκη του για αίμα θα μεγάλωνε μέρα με τη μέρα και ήξερε συγχρόνως ότι το κυνηγετικό του ένστικτο περιοριζόταν από τους κανόνες της κοινωνίας. Αυτής που έκανε τον άνθρωπο ξένο προς τη φύση του, ξένο προς τον κυνηγό.